Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Ζούμε σε αμετανοησία, γι’ αυτό φοβεροί και χαλεποί καιροί έρχονται






: Τί χρειαζόμεθα; Ἕνα δάκρυ μετανοίας. Αὐτό νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεό. Μ᾿ αὐτὸ σώθηκαν καὶ ἁγίασαν οἱ ἅγιοι, καὶ ὁ ὑμνῳδὸς τοὺς λέγει·
«Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας…». Τὰ δάκρυα καὶ τὴν κατάνυξι καλλιεργεῖ ἠ γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ἐπίγνωσις τοῦ προορισμοῦ μας μὲ τὴ βοήθεια τῆς πνευματικῆς μελέτης πατερικῶν λόγων.

Σᾶς παρακαλῶ πολὺ λοιπόν, νὰ διαβάσετε καλὰ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο» καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος αὐτὸ ἀκριβῶς λέει, ὅτι τὸ πρῶτο ὅπλο εἶνε ἡ αὐτογνωσία, τὸ «γνῶθι σαυτόν». Νὰ πιστέψῃ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι εἴμεθα ἕνα τίποτα, ἕνα μηδέν, καὶ νὰ μὴ φρονοῦμε ὅτι εἴμεθα «κάποιον τι». Αὐτὸ πρέπει νὰ φύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας· καὶ νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν εἴμεθα ἀπολύτως τίποτα, ὅτι εἴμεθα «ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης» (Ἠσ. 64,6), ἐλεεινοὶ καὶ τρισάθλιοι, ἄξιοι νὰ ῥίξῃ ὁ οὐρανὸς πάνω μας φωτιὰ καὶ ἡ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ἕνα τέτοιο βαθὺ συναίσθημα ταπεινώσεως νὰ ἔχουμε.
Ἐπίσης νὰ διαβάσετε μέσα στὸν «Προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου», τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Ματθόπουλος, τὸ «Περὶ αὐτογνωσίας».
Αὐτὰ συνιστῶ πρὸς μελέτη, διότι φοβᾶμαι, μήπως δὲν ἔχουμε ἀκόμη μετανοήσει· ἤ, ἐὰν ἔχουμε μετανοήσει, μήπως ἡ μετάνοιά μας εἶνε λειψή.
Σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως ὁ Κύριος νὰ δώσῃ μετάνοια, νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας· καὶ τότε θὰ ἔρθουν «καιροὶ ἀναψύξεως» (Πράξ. 3,20) καὶ σωτηρίας.
Καὶ εἰδικώτερα, ἐὰν αὐτοὶ ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἀκόμα μετανοήσει, φαντάσου τί γίνεται μὲ τὸν ἄλλο κόσμο, ποὺ ζῇ σὲ ἀμετανοησία. Ἔρχεται στὴν ἐκκλησία, ἀκούει τοὺς ψάλτες, κοιτάζει τὸν πολυέλεο, κοιτάζει τὶς εἰκόνες, κοιτάζει τὸ ἕνα, κοιτάζει τὸ ἄλλο. Τί ὡραία, λέει, εἶνε ἡ εἰκόνα, τί καλὴ φωνὴ ἔχει ὁ ψάλτης! Πέραν αὐτῶν ὅμως, οὐδεμία συνείδησις καὶ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος ὑπάρχει.
Ζοῦμε σὲ μεγάλη ἀμετανοησία. Σήμερα θὰ ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κηρύξουν μετάνοια, γιατὶ ἐμεῖς εἴμεθα ἕνα μηδέν. Αὐτὴ τὴ μετάνοια ὁ Θεὸς κηρύττει διὰ τῆς Ἐκκλησίας καθημερινῶς, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ μετανοήσουμε, καὶ δὲν μετανοοῦμε. Ἐδάκρυσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ εἶπε· Μέχρι τώρα ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴ μετάνοια μὲ τὸ ξύλινο ῥαβδί του. Τώρα, ἐπειδὴ δὲν ἀκοῦμε, θὰ ξεκρεμάσῃ τὸ σιδερένιο του ῥαβδὶ καὶ θὰ μᾶς χτυπήσῃ ἀλύπητα, ὅλους ἀνεξαιρέτως, γιὰ νὰ ἔρθουμε σὲ μετάνοια.
Φοβεροὶ καὶ χαλεποὶ καιροὶ ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔρθουμε σὲ μετάνοια πρὶν νὰ εἶνε ἀργά.
Νὰ κάνουμε μία ἀναθεώρησι τοῦ βίου καὶ τῆς πορείας μας, καὶ ὅλοι νὰ τρέξουμε στὸν πνευματικό μας πατέρα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅλος ὁ ἄλλος κλῆρος καὶ ὁ λαός. Νὰ ξεδιπλώσουμε ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς τὰ βάθη τῆς καρδίας μας. Καὶ μὴν νομίσουμε ὅτι φτάσαμε στὸ ἄκρον τῆς μετανοίας. Νὰ γίνουμε ταπεινοί, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσουμε τὸ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖο θὰ λύνουμε ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ σήμερα μένουν ἄλυτα. Ὅλα τὰ θέματα, τὰ κοινωνικά, τὰ οἰκονομικά, τὰ οἰκογενειακά, τὰ ἐκκλησιαστικά, ποὺ παραμένουν ἄλυτα, θὰ λυθοῦν μόνο ἂν μετανοήσωμε.
Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, τότε, λέει ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλεται» (Ματθ. 3,10). Μᾶς ἀφήνει κ᾿ ἐμᾶς ἕνα διάστημα, γιὰ νὰ μετανοήσουμε· μᾶς δίνει παράτασι, σὰν τὴν ἄκαρπο συκῆ, μήπως καὶ κάνουμε καρποὺς μετανοίας.
Τὸν χρόνο λοιπόν, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, νὰ τὸν χρησιμοποιήσουμε γιὰ ἔργα μετανοίας. Γιατὶ εἴμεθα ἀμετανόητοι. Καὶ ἐὰν πήγαμε στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξομολογηθήκαμε, ἡ μετάνοιά μας εἶνε τόσον μικρὰ καὶ ὀλίγη, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ δημιουργήσῃ μεγάλα πράγματα. Εἶνε ὅπως ἡ ὀλιγοπιστία. Ὅπως ἡ πίστις χρειάζεται νὰ εἶνε ἀκμαία, ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια πρέπει νὰ εἶνε ἀκμαία.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπόν, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Καὶ ὅταν ἡμεῖς μετανοήσουμε καὶ κλάψουμε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μας, τότε καὶ οἱ ἄλλοι θὰ μετανοήσουν. Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, τότε οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο στὸν κόσμο. Εἶνε φοβερὰ ἡ κατάστασις.
Ποιός ἀπὸ ἐσᾶς σηκώνεται τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, καὶ κάνει τὴν προσευχή του; Πές μου τί σκέπτεσαι τὰ μεσάνυχτα, νὰ σοῦ πῶ τί εἶσαι.
Κάποιος ὅμως ἐρωτᾷ·
―Ἀκούει ὁ Θεός;
Βεβαίως ἀκούει ὁ Θεὸς τὴν προσευχή μας. Ἀλλὰ πότε; Ὅταν γίνεται καθὼς πρέπει· ὅταν γίνεται μὲ βαθειὰ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας· ὅταν ἡ προσευχὴ βγαίνῃ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς μας σὰν πυρακτωμένος μύδρος καὶ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανό, περᾷ τὰ ἄστρα καὶ ἀγγίζει τὰ κράσπεδα τῆς Θεότητος. Ἀκούει ὁ Θεὸς τὴν προσευχή μας, ὅταν οἱ πάντες, μικροὶ καὶ μεγάλοι λέμε θερμῶς τὶς δύο λέξεις «Κύριε, ἐλέησον».
Πάντοτε πρέπει νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ἰδιαιτέρως δὲ τὶς ἔσχατες αὐτὲς ἡμέρες.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ;
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου