Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΧΡΙΣΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Ιανουαριου 1965, φυλ. 277 Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΛΑΟΥ

 


π. Αυγουστινος

Ἐκκλησιαστικὰ θέματα

(Ἡ «Σπίθα» φρονεῖ ὅτι ὁ εὐσεβὴς Ἑλληνικὸς λαὸς πρέπει νὰ λαμβάνη γνῶσιν τοῦ τὶ συμβαίνει μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ζωηρῶς καὶ νὰ μάχεται διὰ τὴν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Τὸ Κανονικὸν Δίκαιον ἀποδίδει μεγάλην σημασίαν εἰς τὸν εὐσεβῆ λαόν. Τότε δὲ ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται εἰς τὴν δόξαν της, ὅταν ὁ λαὸς ἐκδηλώνη ζωηρὸν τὸ ἐνδιαφέρον του διὰ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας. Πιστὸς λαός, ὡς μαρτυρεῖ ἡ Ἱστορία, διὰ βοῆς ἀνεβίβασεν εἰς τὸν θρόνον τοὺς ἐνδοξοτέρους Πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀντιθέτως, ἀδιάφορος καὶ ἄπιστος λαὸς ἀφῆκε νʼ ἀνέλθουν ἐπὶ τῶν θρόνων τὰ πλέον ἀνάξια ὑποκείμενα…
Διὰ τοῦτο ἡ «Σπίθα», εἰς τὴν διέγερσιν ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ λαοῦ ἀποβλέπουσα, δημοσιεύει κατωτέρω ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν ὁ συντάκτης αὐτῆς ἐπὶ τῆ 1η τοῦ ἔτους ἀπέστειλε πρὸς τὸν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Χρυσόστομον. Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐδημοσιεύθη καὶ εἰς τὸ φίλον ἀγωνιστικὸν περιοδικὸν «Ἐνορία».
Νομίζομεν ὅτι ἡ δημοσίευσις δὲν θὰ βλάψη, ἀλλὰ θὰ ὠφελήση. Διότι ἐπισημαίνει τὰς εὐθύνας ὅλων, Ἱεραρχῶν καὶ λαοῦ, διὰ τὴν τραγικὴν κατάστασιν τῆς συγχρόνου Ἐκκλησίας. Ἕκαστος ἄς ἀναλογισθῆ τὰς εὐθύνας του).

ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΕ,
Ἐπί τῶ νέω σωτηρίω ἔτει πλῆθος συγχαρητηρίων καὶ εὐχῶν κατακλύζει τὸ γραφεῖον τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος. Ἐπὶ τῆ εὐκαιρία ταύτη ἄς ἐπιτραπῆ καὶ εἰς ἐμὲ τὸν ἱερομόναχο νʼ ἀπευθύνω τὸ παρὸν γράμμα. Ἐν αὐτῶ, μὲ γλῶσσαν ὠμῆς εἰλικρινείας μὲ τὴν ὁποίαν πάντοτε ὁμιλῶ, θὰ ἐκφράσω τὰς ἰδέας μου ἐπί τινων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Τὰς ἰδέας ταύτας ἐξέφρασα πρὸς ὑμᾶς πρὸ ἡμερῶν προφορικῶς, ἀλλὰ κρίνω σκόπιμον, λόγω τῆς κρισιμότητος τῶν καιρῶν, νὰ ἐκφράσω καὶ γραπτῶς.
Μακαριώτατε! Πρωτοφανὲς γεγονὸς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος: Δέκα τέσσαρες ἕδραι Μητροπόλεων, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν ὁποίων ἀνήκει ποίμνιον δύο περίπου Ἑκατομμυρίων Ὀρθοδόξου λαοῦ, μένουν κεναί. Ἡ αἰτία δὲ διὰ τὴν ὁποίαν, παρὰ πάντα Κανόνα, παραμένουν κεναὶ ἐπὶ μακρὸν αἱ περισσότερον χρονικὸν διάστημα, εἶνε γνωστὴ καὶ εἰς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα γελοῦν εἰς βάρος τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας. Εἶνε τὸ ἐπάρατον μεταθετόν. Ὑπὲρ αὐτοῦ ἔχει κηρυχθῆ ἡ Ἱεραρχία, κατʼ αὐτοῦ δέ, ὡς πραγματικοῦ καρκίνου τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει κηρυχθῆ καὶ θὰ κηρυχθῆ ἀκόμη ζωηρότερον ὁ εὐσεβὴς Ἑλληνικὸς λαός. Ἐὰν ἐνικᾶτο ὁ εὐσεβὴς λαὸς καὶ ἐθριάμβευεν ἡ κακία καὶ ἐπανήρχετο τὸ μεταθετόν, πάραυτα θὰ συνεκαλεῖτο ἡ Ἱεραρχία καὶ κατόπιν ὁμηρικῶν μαχῶν διεξαγομένων εἰς τὰ παρασκήνια, οἱ πλουσιώτεροι καὶ ἐνδοξότεροι θρόνοι θὰ κατελαμβάνοντο οὐχὶ ὑπὸ τῶν ἱκανωτέρων καὶ εὐλαβεστέρων Ἱεραρχῶν, ἀλλʼ ὑπὸ τῶν πονηροτέρων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καὶ παραμερίζουν τοὺς ἄλλους διὰ νὰ κυριαρχοῦν αὐτοί. Διατί, Μακαριώτατε, ἀνωτάτη σεῖς ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή, διατί δὲν κηρύσσεσθε ἀναφανδὸν κατὰ τοῦ ἐπαράτου μεταθετοῦ, διὰ νὰ λήξη αὐτὴ ἡ ἐκκρεμότης καὶ ἀσχημία;
Ἀλλὰ καὶ ἄλλη, Μακαριώτατε, ἐμφανίζεται ἀσχημία. Ἡ ἀσχημία, τὴν ὁποίαν δημιουργεῖ ἡ μανία, ἡ λύσσα σπουδαρχικῶν ἀρχιμανδριτῶν, οἱ ὁποῖοι, χωρὶς νὰ ἔχουν προσφέρει καμμίαν σημαντικὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν κοινωνίαν καὶ ὡς μόνον προσὸν ἔχοντες τὴν ἀναίδειαν, αἰσχρῶς κολακεύουν ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἄρχοντας καὶ πιέζουν τὴν κατάστασιν ἵνα τὸ ταχύτερον συμπληρωθοῦν αἱ Μητροπολιτικαὶ ἕδραι, διότι ἐκ τῶν προτέρων ἔχουν βεβαίαν τὴν κατάληψιν ἕδρας. Καὶ πῶς νὰ μὴ εἶνε βέβαιοι; Ὅταν 33 ἀρχιερεῖς, ἐν γνώσει τῶν συνεπειῶν τὰς ὁποίας θὰ εἶχε διὰ τὴν καθόλου Ἐκκλησίαν, ἡ προτελευταία ἀρχιεπισκοπικὴ ἐκλογή, δὲν δίστασαν νὰ δώσουν τὴν ψῆφόν των καὶ νὰ δημιουργήσουν πανελλήνιον σεισμόν! Οἱ 33 αὐτοί, ἄν ὑπῆρχες δικαιοσύνη ἐν τῆ Ἐκκλησία, ἔπρεπε, τὸ ὀλιγώτερον, νʼ ἀποστερηθοῦν τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐκλέγειν. Οἱ ἴδιοι καὶ πάλιν, ἀμετανόητοι, δὲν θὰ διστάσουν διʼ ἐκλογῆς ἀναξίων ὑποκειμένων νὰ προκαλέσουν νέον σάλον ἐν τῆ Ἐκκλησία. Ἡ ἐκλογὴ ἀρχιερέων ὑπὸ μόνης τῆς Ἱεραρχίας, καὶ μάλιστα διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας, ἔχει χρεωκοπήσει. Τὸ βάρος τῆς ἐκλογῆς ἐκ τῆς Ἱεραρχίας πρέπει νὰ μετατοπισθῆ εἰς τὸν εὐσεβῆ Ἑλληνικὸν λαόν, ὅστις, διʼ ἀντιπροσώπων του, κανονικῶς ἐκλεγομένων, θὰ ψηφίση πολὺ καλύτερον τῆς Ἱεραρχίας. Ὁ λαὸς νὰ ἐκλέγη καὶ ἡ Ἱεραρχία νὰ χειροτονῆ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ λαοῦ, αὐτή, Μακαριώτατε, εἶνε ἡ κανονικὴ ὁδός. Τὸ «ψήφω κλήρου καὶ λαοῦ» ὁσημέραι γίνεται βαθυτέρα συνείδησις τοῦ λαοῦ, ὅστις θὰ φθάση καὶ μέχρις ἐπαναστάσεως διὰ τὴν ἐπανάκτησιν τῶν ἀπολεσθέντων κανονικῶν δικαιωμάτων του. Ἡ κατάστασις εἶνε ἀνυπόφορος. Ἡ ἀνάδειξις φαύλων καὶ ἀνικάνων στοιχείων ἐπὶ καταφρονήσει τῶν ἱκανῶν καὶ εὐσεβῶν θὰ εἶνε μεγίστη, ἄνευ προηγουμένου συμφορὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους. Κἄτι ἐπὶ τέλους πρέπει νʼ ἀλλάξη εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι οἱ «σφουγγοκωλάριοι», ὄχι οἱ παρακαλοῦντες καὶ ἐκλιπαροῦντες, ὄχι οἱ πραιτωριοκτυποῦντες, ἀλλʼ οἱ πιστεύοντες εἰς τὸν προορισμὸν τῆς Ἐκκλησίας καὶ λόγω καὶ ἔργω ἀποδείξαντες τὴν πίστιν των καὶ ἐκ βαθείας συναισθήσεως μηδέποτε ἐνοχλήσαντες κανένα διὰ τὴν προαγωγήν των, αὐτοὶ πρέπει νὰ ἐκλεγοῦν, ὄχι νὰ ἐκλεγοῦν, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρατευθοῦν. Ναί! Νὰ γίνη ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΙΣ παντὸς εὐλαβοῦς, ἱκανοῦ καὶ δραστηρίου κληρικοῦ, καὶ λαϊκοῦ ἀκόμη διὰ τὸν ὕψιστον βαθμὸν τῆς ἀρχιερωσύνης. Διότι εὑρισκόμεθα ἐγγὺς θυέλλης. Ἐγγὺς μαχαίρας. Καὶ μόνον ἄνδρες, ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ ἡρωϊκὸν πνεῦμα τῶν ἀειμνήστων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, θὰ δυνηθοῦν νὰ διεξαγάγουν τὴν μάχην ἐναντίον τῶν ἀντιχρίστων.
Ἰδοὺ διατὶ ἡμεῖς εἴμεθα περίτρομοι διὰ τὰς ἐπικειμένας ἀρχιερατικὰς ἐκλογάς.
Ὡς ἔχουν σήμερον τὰ πράγματα, ἀντενδείκνυται νὰ γίνουν ἐκλογαὶ ἀρχιερέων, ἄν προηγουμένως δὲν δημιουργηθοῦν προϋποθέσεις διὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρίστων. Δὲν θέλομεν νὰ μένουν ἐπὶ μακρὸν χρόνον κεναὶ αἱ Ἐπισκοπαί, πρᾶγμα, ἄλλωστε, καταδικαζόμενον καὶ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἀλλʼ ἐὰν πρόκηται ἀντὶ ποιμένων νὰ εἰσορμήσουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν προβατόσχημοι λύκοι, μὴ φειδόμενοι καὶ τοῦ ἐλαχίστου ὑπολειφθέντος ποιμνίου, τότε καλλίτερον νὰ μείνουν ἀποίμαντοι αἱ Ἐπισκοπαὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Δυστυχῶς εἰς τὰ παρασκήνια ἑτοιμάζονται αἱ έκλογαὶ τῶν ἀναξίων, ὑποστηριζομένων ὑπὸ μιᾶς αἰσχρᾶς εὐνοιοκρατίας, ἡ ὁποία συστηματικῶς διώκει ἐπὶ δεκαετηρίδας τώρα τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἱκανούς. Σεῖς, Μακαριώτατε, ὁ ὁποῖος εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ ἀντιλαμβάνεσθε τὶ γίνεται γύρω σας, Σεῖς, λόγω ἡλικίας καὶ κύρους, Σεῖς, ἐπιτρέψατέ μας νὰ σᾶς εἰπώμεν, θὰ φέρετε τὴν μεγαλυτέραν εὐθύνην, διὰ πᾶν τὸ ὁποῖον θὰ συμβῆ ἐν τῆ Ἐκκλησία. Σεῖς θὰ ἀπέλθετε ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλʼ ἡ Ἐκκλησία θὰ πληρώνη τʼ ἀποτελέσματα τῶν πονηροτάτων καὶ κακοηθεστάτων ἐκλογῶν. Σεῖς, Μακαριώτατε, θὰ κολασθῆτε, διότι ἐνῶ ἔχετε τὴν εὐκαιρίαν καὶ τὴν δύναμιν νὰ ὀρθώσετε τὸ ἀνάστημά σας, νὰ πατάξετε τοὺς σπουδαρχίδας, νʼ ἀνασύρετε ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀφανείας τοὺς τιμίους ἐργάτας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ θέσετε αὐτοὺς ἐπὶ τὴν λυχνίαν διὰ νʼ ἀστράψουν καὶ πάλιν οἱ θρόνοι καὶ νὰ δοξασθῆ ἡ Ἐκκλησία καὶ νὰ σωθῆ ἡ Πατρίς, Σεῖς, ἀφήνετε νὰ χαθῆ ἡ εὐκαιρία καὶ νὰ θριαμβεύη ἡ εὐνοιοκρατία καὶ ἡ φαυλοκρατία ἐν τῆ Ἐκκλησία καὶ μύριοι διάβολοι αὔριον νὰ παίζουν τὸν πλαγίαυλόν των μέσα εἰς τὰ ἱερὰ θυσιαστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὦ Χριστέ! Πῶς ἀνέχεσαι τὴν φρικτὴν κατάπτωσιν τῆς Ἐκκλησίας Σου;
Καὶ διὰ νὰ μὴ νομισθῆ, Μακαριώτατε, ὅτι ταπεινὰ ἐλατήρια ὑποκρύπτονται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ γράφοντος, δηλῶ καὶ πάλιν ἐπισήμως, ὅτι δὲν φιλοδοξῶ νᾶ γίνω ἐπίσκοπος. Θεωρῶ δὲ ὑψίστην τιμὴν διʼ ἐμὲ ὅτι ὑπηρετῶ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀπλοῦς ἱερομόναχος καὶ ἱεροκῆρυξ. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς ὅμως καὶ μαζύ μου ὅλος ὁ Ἑλληνικὸς λαός, ἐὰν εἰς τοὺς δέκα τέσσαρας θρόνους ἔβλεπον νὰ ἀναβιβάζωνται, καὶ διὰ τῆς βίας ἀκόμη, οἱ κατὰ πάντα σεβαστοὶ ἀρχιμανδρῖται, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ δεκαετηρίδας ὑπηρετοῦν ἐν αὐταπαρνήσει τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ μαρτυρικόν μας Ἔθνος. Νʼ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά των; Εἶνε γνωστά, Μακαριώτατε, πολὺ γνωστὰ εἰς τὸν Ἑλληνικὸν λαόν. Ἀλλὰ ποῖος ἐκ τῶν ἀρχιερέων θὰ προτιμήση ἑνὸς ἀσημάντου εὐνοουμένου του ἕνα ἐκ τῶν ἡρώων τούτων; Καὶ νομίζετε, Μακαριώτατε, ὅτι ἡ σκανδαλώδης αὕτη εὔνοια, ἡ ἀναβιβάζουσα εἰς τοὺς θρόνους ἀνάξια ὄντα, τὰ ὁποῖα οὔτε ὡς θυρωροὶ νεκροταφείων θὰ ἔκαμνον, νομίζετε ὅτι ἡ αἰσχρὰ αὐτὴ εὐνοιοκρατία εἰς βάρος τῶν ὑψίστων πνευματικῶν συμφερόντων τοῦ Ἔθνους θὰ δύναται νὰ συνεχισθῆ.
Ἐπισημαίνομεν τὸν κίνδυνον. Ὑπογραμμίζομεν τὴν τεραστίαν σας εὐθύνην ἀπέναντι τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους. Ἐπικαλούμεθα τὴν ἐπέμβασίν σας, ὑμῶν τε καὶ παντὸς τιμίου καὶ ζηλωτοῦ ἱεράρχου, ἔστω καὶ τὴν δωδεκάτην παρὰ πέντε. Διότι ἄλλως, χωρὶς νὰ σᾶς ἀπειλοῦμεν, σᾶς προειδοποιοῦμεν, ὅτι ὁ εὐσεβὴς λαός, πληροφορούμενος περὶ τῶν τεκταινομένων εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἐξεγερθῆ κανονικῶς καὶ νομίμως θὰ ἐκτελέση εἰς τὸ ἀκέραιον τὸ καθῆκόν του ἀπέναντι τῆς Ἐκκλησίας. Διότι Ἐκκλησία δὲν εἶσθε μόνον σεῖς, ἀλλὰ καὶ ὁ εὐσεβὴς λαός. Καὶ δὲν εἶνε ὁ λαὸς διʼ ἡμᾶς τοὺς κληρικούς, ἀλλʼ ἡμεῖς οἱ κληρικοὶ εἴμεθα διὰ τὸν λαόν. Εἶνε ἔγκλημα, ὅτι ὁ λαὸς ἐστερήθη τοῦ δικαιώματός του νὰ ἐκλέγη τοὺς ποιμένας του.
Ταῦτα, Μακαριώτατε, γράφομεν μὲ πόνον, μὲ εἰλικρινὲς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρον, ἀπηχοῦντες τὰς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα μυριάδων εὐσεβοῦς λαοῦ Πρωτευούσης καὶ ἐπαρχιῶν. Ἐλπίζομεν, ὅτι ὄχι μόνον ἡ γλῶσσα αὐτὴ δὲν θέλει παρεξηγηθῆ, ἀλλὰ καὶ ὅτι Ὑμεῖς, Μακαριώτατε, τὸν ὁποῖον ἡ βοὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ ἔφερεν ἐπὶ τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θέλετε ἀκούσει τὴν φωνὴν τοῦ λαοῦ καὶ θέλετε προλάβει τὴν ἐκ τῆς ἐκλογῆς ἀναξίων συμφορὰν τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς ἀκουσθῆ καὶ εἰς τὰ ὑμέτερα ὦτα ἡ φωνὴ ὄχι τοῦ ἱερομονάχου Αὐγουστίνου, ἥτις τόσον δυσαρέστως ἠχεῖ εἰς τὰ ἀρχιερατικὰ ὦτα… Ἄς ἀκουσθῆ ἡ φωνὴ τοῦ σήμερον ἑορταζομένου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ οὐρανοφάντορος Μ. Βασιλείου, ὅστις ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν εὐθύνην διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν βροντοφωνεῖ˙ «Ἐκκαθαρίσατε τὴν Ἐκκλησίαν τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελαύνοντες».

Εὐχόμενος τὸ νέον ἔτος ἀγωνιστικὸν πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν πρὸς δόξαν Χριστοῦ, ὑποσημειοῦμαι.
Μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

O ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ (Tο άρθρο είναι του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου. Εδημοσιεύθη στο περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα» τον Δεκέμβριο του 1952, φυλ. 137).

 

ΧΡ.-ΣΠΙΘΑ-«ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»

Ζητήματα Ἄμβωνος

Ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί, θεολόγοι, κήρυκες του θείου λόγου, πάντες φρουροί τῆς ἱερᾶς ποίμνης τοῦ Ἰησοῦ. Ινα τί κοιμάσθε; Λύκοι εις τα πρόβατα. Ποιοι είναι οι λύκοι; Αιρετικοί όλων των χρωμάτων και αποχρώσεων, μπήκαν εις τας Μητροπόλεις, τας ενορίας και τα σχολεία.
Ποιοι είναι οι λύκοι; Άνδρες άρπαγες και πλεονέκται τον Μαμμωνά λατρεύοντες και τον λαό κατά ποικίλους τρόπους ληστεύοντες. Λύκοι κοινωνικοί. Λύκοι εκκλησιαστικοί. Λύκοι αραβικοί….

Ὁλόκληρο τὸ ἄρθρο τῆς «Χριστιανικῆς Σπίθας», φ. 137

τοῦ 1952 τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

ἐδῶ ://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=11592

.

862c570e406e

Την περίληψι τοῦ παραπάνου ἄρθρου σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, διαβάστε την παρακάτω

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2147

Μνήμη Χριστοφόρου Παπουλάκου
Παρασκευὴ 18 Ἰανουαρίου 2019

Ο Παπουλακος

(Μία ἁγία μὰ παραγκωνισμένη ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ εἶνε ὁ Παπουλάκος, ἕνας ἁπλὸς ὀλιγογράμματος μοναχός, ποὺ ὅμως «πίστει» (Ἑβρ. 11,3 κ.ἑ.) ἀναδείχθηκε ἕνας νέος ἀπόστολος Χριστοῦ)

Γεννήθηκε, ἀγαπητοί μου, τέλη τοῦ 1700 στὰ Ἄρ­μπουνα, ἕνα ἄσημο χωριὸ τῶν Καλαβρύ­των, ποὺ θά ᾽λεγες «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀ­γαθὸν εἶναι;» (Ἰω. 1,47)· καὶ ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ προ­ῆλ­θε. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Χρῆστος Πανα­γιωτόπουλος. Εἶδε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 καὶ τοὺς μαχητὰς ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν πίστι «ἐγε­νήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβο­λὰς ἔκλι­ναν ἀλλοτρίων» (Ἑβρ. 11,34) καὶ μᾶς ἐλευθέρωσαν.
Συγκινημένος ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ περιπέτεια καὶ πικραμένος ἀπὸ οἰκογενειακὰ ἐπεισόδια, ζήτησε ἀνάπαυσι στὸ μοναχισμὸ καὶ πῆρε τὸ ὄ­­νομα Χριστοφόρος σὲ μιὰ πλαγιὰ τῶν Ἀροα­νί­­­ων. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστὶ θεϊκῷ ἔ­ρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄)· ἤθελε μοναχι­κὴ ζωή. Ἀλλὰ οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλες.
Τὸν ἐπισκέφθηκε ἐκεῖ ὁ Κεφαλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἱδρυτὴς τῆς Ἀδελφότητος Φι­λορθοδόξων καὶ συντάκτης τοῦ φυλλα­δίου «Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἦταν τότε Βαυαροκρα­τία κ᾽ ἡ Ὀρθοδοξία δεχόταν πλήγματα. Τὸ νεο­σύστατο κράτος, ἀντὶ εὐ­χαριστῶ, ὑποδούλωνε τὴν εὐεργέτιδά του Ἐκ­κλησία. Σύμβου­λοι ἀλ­λόδοξοι πλαισίωναν τὸν βασιλέα Ὄθωνα καὶ δρών­τας παρασκηνι­ακὰ κυβερνοῦσαν. Οἱ τότε ἑλληνι­κὲς κυβερνή­σεις ἦταν ἀνδρείκελα τῶν Βαυαρῶν. Μὲ διατά­γματα καὶ νόμους ζητοῦσαν νὰ ἀλ­­λοι­ώ­σουν ἤ­θη καὶ παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ὀρ­θόδοξος πίστις μυκτηριζόταν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Λου­θήρου καὶ τοῦ Καλβίνου εἶχαν βάλει στό­χο τὴν Ἐκκλησία μας. Τὰ μοναστήρια διαλύον­ταν, μο­­ναχοὶ διώ­κον­ταν, μοναχὲς ἀναγ­κάζονταν νὰ παντρευτοῦν, ἱερὰ σκεύη ἔβγαιναν σὲ δημοπρα­σία, καντήλια καὶ εἰκόνες ῥίχνον­ταν κάτω. Ὅ,τι δὲν τόλμησαν οἱ ὀθωμα­νοί, τὰ ἔκαναν τώ­ρα ὑ­πάλληλοι τοῦ κράτους κατὰ διατα­γὴ τῶν ξένων. Ἔκφρασι τοῦ πόνου γι᾽ αὐτὰ ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ Φλαμιάτου. Βλέποντας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἐκτὸς ἐλαχίστων εἶ­χαν τρομοκρατηθῆ κ᾽ ἐκτελοῦ­σαν ὅ,τι διέταζαν οἱ μυστικοσύμβουλοι τοῦ Ὄθωνος, στράφηκε στὸ λαὸ καὶ εἶπε· Ἄντρες καὶ γυ­ναῖκες βαπτισμένοι, ἐσεῖς εἶστε οἱ φρουροὶ τῆς μυστικῆς ἀμπέλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί­ας· ἀναλάβετε τὴν φύλαξί της, ὁ ἀγώνας ἀρχίζει!
Χρειάζονταν ὅμως στελέχη. Καὶ ὁ Φλαμιᾶ­τος ἔκρινε κατάλληλο τὸν Χριστοφόρο. Ὁ μονα­­χὸς ἔπρεπε ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ἀσκηταριὸ καὶ νὰ βγῇ στὸν ἀ­γῶ­να· γι᾽ αὐτὸ πῆγε καὶ τὸν βρῆκε ὁ Φλαμιᾶ­τος. Ἡ φωνὴ τοῦ Φλαμιάτου συγ­κλόνισε τὸν ἀ­­σκητή. Πειθαρχεῖ καὶ ῥίχνεται στὸν ἀγῶνα. Ἀρ­χίζει νὰ περιοδεύῃ καὶ νὰ κηρύτ­τῃ.
Τὸ κήρυγμά του ἔχει κάτι ἀπ᾽ τὸ κήρυγμα τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας καὶ τοῦ ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Εἶχε Πνεῦμα ἅ­γιο. Δὲν προσωπο­λη­πτοῦ­σε. Εἶχε ἀ­πόφασι νὰ μαρτυρή­σῃ γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅπως ὁ Κύριος ποὺ εἶπε στὸν Πι­λᾶ­το «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυ­θα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀ­ληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).
Ὁ λόγος του πυρακτωμένο σίδερο. Πει­νοῦ­σε καὶ διψοῦσε «τὴν δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6). Ὅταν ἔβλεπε φιλαργύρους καὶ πλεονέκτες νὰ βασα­νίζουν τὸ φτωχὸ χειρότερα ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ Τοῦρ­κοι, τοὺς στηλίτευε. Εἶστε φονιᾶδες, ἔλεγε, δίνε­τε μαχαιριὲς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ᾽νε οἱ φτωχοί· σταυρωτές! κάθε ἀδικία εἶνε κ᾽ ἕνα καρ­­φὶ στὰ πόδια Του… Ὅταν ἔβλεπε γραμματι­σμένους φερμένους ἀπ᾽ τὴ Δύσι νὰ πε­ριφρονοῦν τὴν ὀρθόδοξο πίστι καὶ νὰ γίνων­ται σκάνδαλο, ἔλεγε· «Τὰ ἄθεα γράμματα θὰ κα­ταστρέψουν τὸν τόπο».

Δὲν ὑπέφερε νὰ βλέ­πῃ Χριστιανοὺς νὰ ὁρκίζωνται στὰ δικαστήρια· ὁ ὅρκος, ἔλεγε, εἶνε ἀντίθετος μὲ τὸ λόγο τοῦ Χρι­στοῦ (βλ. Ματθ. 5,34). Ἦταν κατὰ τῶν διαζυγίων, τῆς πο­λυτελείας, τῆς κλοπῆς, τῆς μαγείας. Ὅσοι πᾶ­τε στοὺς μάγους, ἔλεγε, ἔχετε «λειψὴ τὴν πίστι». Πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸν συγκινοῦσε ἡ Ὀρθοδο­ξία. Γι᾽ αὐτὴν ζοῦσε κι ἀνέπνεε. Οἱ αἱρετικοί, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὶς ἀ­νώτερες θέσεις, ἦ­ταν ἐπικίνδυνοι. Ἦταν λίγοι, μὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν μεγάλο κακό. Γι᾽ αὐ­τοὺς ἔλεγε· «Ἕνα ψω­ριασμένο γίδι φτάνει νὰ κολλήσῃ ὅλο τὸ κοπάδι».
Τ᾽ ἀποτελέσματα ἦταν θαυμαστά· τὰ κλεμμένα ἐπιστρέφονταν, οἱ ὅρκοι σταματοῦσαν, οἱ μαγεῖες καταργοῦνταν, μαλωμένες οἰκογέ­νειες συμφιλιώνονταν, χωρισμένα ἀντρόγυνα ἑνώνονταν, πλούσιοι ἄνοιγαν τὶς ἀποθῆ­κες κ᾽ ἔδιναν στοὺς πεινασμένους. Κυριαρχοῦ­σε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πνοὴ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀναζωογονοῦσε τὶς ψυχές.
Ἀλλὰ τὸ κήρυγμα αὐτὸ δὲν ἄρεσε στοὺς ἄρ­χοντες. Μὲ ἐγκύκλιο τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ ἀπαγορεύθηκε νὰ κηρύττῃ καὶ γύρισε στὸ ἀσκητήριό του. Ἡ φωνὴ ὡστόσο τοῦ χρέους δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Μιὰ νύχτα ἀφήνει πάλι τὸ ἐρημητήριο. Ἀρχίζει τὴν τελευταία –παράνομη γιὰ τὸν καίσαρα, εὐλογημένη ὅμως ἀπ᾽ τὸ Θεό– πε­ριοδεία. Μόλις ἀκουγόταν πὼς ἔρχεται, ὁ λα­ὸς ἔβγαινε νὰ τὸν προϋπαντήσῃ.
Ταπεινὸς καὶ μειλίχιος στὸ λόγο, ἀλλὰ ἄκαμ­πτος καὶ ἀσυμβίβαστος ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνέβαινε σὲ πρόχειρα βήματα καὶ δίδασκε. Ὁ λόγος του ἦταν νόμος, τοῦ εἶχαν ἀ­πόλυτη ἐμπιστοσύνη. Εἶχε γίνει ἡ ἥρωας τοῦ λαοῦ. Περιοδεύοντας ἔφτασε στὴν Καλαμάτα. Τὸν ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες. Σχηματίστηκε ἱε­ρὰ λι­τανεία. Προπορευόταν ἕνας πιστὸς κρατών­τας τὸ σταυρό, ἀκολουθοῦσε κλῆρος καὶ λαὸς ψάλλοντας «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…».
Αὐτὰ ἔφεραν μεγάλη ταραχὴ στοὺς κρατοῦν­τας. Διεβλήθη ὅτι συνωμοτεῖ κατὰ τοῦ καθεστῶ­τος, ὅπως ὁ Χριστὸς κατὰ τοῦ καίσα­ρος. Παρουσίασαν τὸν ἄοπλο ὡς ἀρχηγὸ κινήμα­τος, καὶ πρὸς καταστολὴν κίνησαν στρα­τὸ καὶ στόλο νὰ συλλάβῃ τὸν ἐπαναστάτη! Βρῆκε τό­τε καταφύγιο στὰ σπήλαια τῆς Μάνης. Ἐκεῖ ἦ­­ταν ἀσύλληπτος· ὅλη ἡ Μάνη τὸν φρουροῦσε.
Ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅμως προ­­δόθηκε, μπῆκαν σὲ ἐνέργεια τὰ τριάκοντα ἀρ­γύρια. Ἰούδας γι᾽ αὐτὸν στάθηκε ἕνας ἱερεύς, ὁ παπα-Βασίλαρος, στὸν ὁποῖο τὸ κράτος ἔδωσε 6.000 χρυσὲς δραχμὲς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν προδοσία. Ἔτσι ὁ Παπουλάκος συνελήφθη καὶ στὶς 27 Ἰου­λίου τοῦ 1852 τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς τοῦ ῾Ρίο ἔξω ἀπ᾽ τὴν Πάτρα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο περί­που τὸν μετέφεραν σιδηροδέσμιο στὴν Ἀθήνα νὰ δικαστῇ. Ἀπ᾽ ὅπου περνοῦσε, ὁ λαὸς ὑποκλι­νόταν καὶ δεόταν. Στὸ δικαστήριο ὁ πρόεδρος τὸν ρώτησε· –Ποιόν διορίζεις συνήγορό σου; –Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι συνήγορός μου, ἀπαντᾷ. Τὸ ἀκροατήριο σείστηκε ἀ­πὸ συγκίνησι. Ἡ δίκη ἦταν ἀδύνατον νὰ συνε­χιστῇ· θεωρήθηκε σκόπιμο ν᾽ ἀναβληθῇ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἱ. Σύνοδος, σύνοδος γραμμα­τέων καὶ φαρισαίων, ὄργανο τῶν βαυαρῶν, συν­εδρίασε καὶ ἐξ­ώρισε τὸν Παπουλάκο στὴν Ἄνδρο, στὴ μονὴ Παναχράντου. Τὸν ἔκλεισαν σ᾽ ἕνα κελλὶ καὶ τὸν φρουροῦσε μέρα – νύχτα ἕνας χω­ροφύλακας. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν τὸν ξέχασαν. Ἀπ᾽ τὰ νησιά, τὰ παράλια τῆς Εὐβοίας, τὰ βου­νὰ τῆς Μάνης, ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ ἔρχον­ταν νὰ τὸν δοῦν καὶ ν᾽ ἀκούσουν τὸν γνήσιο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρε­πόταν νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ κανένα, δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τοῦ κελλιοῦ – τῆς φυλακῆς του. Μὰ κι αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε· αὐτός, ὁ εὐεργετικώτερος Ἕλληνας, καταδικάστηκε σὲ τελεία ἀπομόνωσι.
Στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του στὴν Ἄνδρο συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς. Τὸ 1854 πῆγε στὸ μοναστή­ρι ὁ νεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μη­τροφάνης (Οἰκονομίδης), ποὺ ὁ Παπουλάκος τὸν ἤξερε ἀπὸ λαϊκό. Ἀτένισε λοιπὸν τὸ δεσπότη καὶ μὲ πόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄφοβη εἰλικρίνειά του εἶπε· «Καὶ σύ, Μῆτρο, δεσπότης; Θὰ προκόψῃ ἡ Ἐκκλησία!». Ὁ ἀρχιερέας σήκωσε ἔξαλλος τὸ μπαστούνι του κ᾽ ἔδωσε ἀλλεπάλ­ληλα χτυπήματα στὸν γέροντα. Ἔτσι ἔδειξε ὅ­­τι εἶνε δεσπότης! Ἑφτὰ χρόνια ἔμεινε φυλακισμένος ἐκεῖ ὁ Παπουλάκος.
Τὰ τελευταῖα Χριστούγεννά του ἦταν τοῦ 1860. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες βάρυνε πιά. Ἔπεσε κλι­νήρης. Ἦταν ὅλο προσευχή, κατάνυξι, δάκρυα. Τὶς παραμονὲς τοῦ θανάτου του ὁ χωροφύλα­κας ποὺ τὸν φρουροῦσε ἦρθε, γονάτισε μπρο­στά του καὶ εἶπε· «Πάτερ μου, ἡ ζωή σου μὲ συγ­κίνησε. Δὲν γυρίζω πιὰ στὸν κόσμο· θέλω νὰ γί­νω μοναχὸς καὶ νὰ πάρω τὸ ὄνομά σου». Στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1861, ἑορτὴ τοῦ προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Ἀθανασίου, ὁ νεώτερος πρόμαχός της στὴν Ἑλλάδα Χριστοφόρος Πα­πουλάκος παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.
* * *
Πέρασαν, ἀγαπητοί μου, χρόνια ἀπὸ τότε· ὀνό­ματα ὑπουρ­γῶν κ᾽ ἐπισκόπων ξεχάστηκαν, μὰ ἡ δική του μνήμη δὲν ἔσβησε. Ἀκοῦς στὴν Πελο­πόν­νη­σο «Αὐτὸ τό ᾽λεγε ὁ Παπουλάκος»· διηγοῦν­ται ἀνέκ­δοτα γι᾽ αὐτόν. Πράγματι «εἰς μνη­μό­συνον αἰ­ώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Καὶ μό­νος του ὁ Παπουλάκος ἦταν ἡ ἐλευθέρα καὶ ζῶ­σα Ἐκ­κλησία. Ἂν τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο, θὰ γινό­ταν ἀ­ναμορφωτὴς τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ὀρθο­­δοξία. Ἡ ἡρωική του φυσιογνωμία προβάλλει καὶ πάλι. Παπουλάκος! τύπος ἀποστολικοῦ κή­ρυκος, θρῦλος, ἔμβλημα ἀγώνων, ἅγιος! Ἂς τιμηθῇ λοιπὸν ἡ μορφή του ὅπως ἁρμόζει.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα ἄρθρου ποὺ δημοσιεύθηκε πρὶν ἀπὸ 67 χρόνια στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (Κοζάνη, φ. 137/Δεκέμβριος 1952) καὶ περιελήφθη στὸ βιβλίο «Δύο ἀδελφὰ ρεύματα (μοναχισμὸς – ἱεραποστολή)» (Ἀθῆναι 1989, σ. 218) 30-11-2018.

π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, ‘Ιανουαρίου 1965, 277 ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ; Το εκπαιδευτικον προβλημα ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ

π. A. εφ.Περίεργον δὲν φαίνεται τὸ ἐρωτηματικὸν τῆς ἐπικεφαλίδος; ἄλλοτε, θὰ μᾶς εἴπη φίλος ἐκπαιδευτικός, εἶχε θέσιν τὸ ἐρωτηματικὸν τοῦτο. Ἦτο ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ Ἔθνος μας κατόπιν ἐπικοῦ ἀγῶνος ἐξήρχετο ἐκ τοῦ σκότους δουλείας τεσσάρων αἰώνων καὶ ἀντίκρυζε τὸ γλυκὺ τῆς ἐλευθερίας φῶς καὶ εἰσήρχετο εἰς τὴν τροχιὰν τῶν ἐλευθέρων λαῶν. Πρώτη φροντὶς τοῦ ἀειμνήστου κυβερνήτου, τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου, ἦτο τὸ σχολεῖον. Διότι ἐκ τῆς παιδείας, τῆς ὀρθῆς παιδείας, τῆς στηριζομένης ἐπὶ τῆς Θρησκείας τοῦ Ναζωραίου, ἀνέμενεν ἐκεῖνος τὴν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους. Ἀλλὰ ποῦ τότε διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί; Ἐλάχιστα ἦσαν τὰ φυτώρια τῆς παιδείας, ἐλάχισται αἱ σχολαὶ τῆς ὁπωσδήποτε ἀνωτέρας μορφώσεως, τὰς ὁποίας διʼ ἰδίων ἐξόδων συνετήρει τὸ ὑπόδουλον Γένος, μὲ ἀνώτατον ἐπόπτην τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπέκτασιν τῆς Παιδείας δὲν ἐπέτρεπεν ὁ βάρβαρος κατακτητής. Εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν καὶ εἰς τὰ κελλία τῶν μοναστηρίων ἐν καιρῶ νυκτὸς ἐμάνθανον τὰ Ἑλληνόπουλα τὰ στοιχεῖα τῶν γραμμάτων, γραφὴν καὶ ἀνάγνωσιν. Διδάσκαλοί των ταπεινοὶ μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς. Ἀναγνωστικὰ τὸ Ψαλτήριον καὶ ἡ Ὀκτώηχος…
Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ διδάσκαλος ἦτο πρόσωπον σπάνιον καὶ περιζήτητον. Ἀλλὰ τώρα; Δόξα τῶ Θεῶ! 25000 περίπου εἶνε οἱ ἐκπαιδευτικοὶ λειτουργοί, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν εἰς τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσιν. 8000 εἰς τὴν Μέσην. 3000 νεαροὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἀναμένουν διορισμόν. Τινὲς ἐξ αὐτῶν ἀπελπισθέντες περὶ τοῦ διορισμοῦ των, ὡς εἶνε οἱ τῆς Θεολογίας, ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν καὶ ἐργάζονται εἰς τὰ ἐργοστάσια τῆς Γερμανίας καὶ τὰ ἐστιατόρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἐκεῖ ἀναμένουν τὸν διορισμόν των διὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. 4000 δὲ καὶ πλέον φοιτοῦν εἰς τὰς Παιδαγωγικὰς Ἀκαδημίας καὶ τὰς Καθηγητικὰς Σχολὰς τῶν δύο Πανεπιστημίων μας. Πλῆθος πολύ, πληθώρα διδασκάλων καὶ καθηγητῶν. Πῶς, λοιπόν, σεῖς ἐρωτᾶτε˙ «Ποῦ διδάσκαλοι;». Δὲν εὑρίσκεσθε, θὰ μᾶς εἴπουν οἱ πολλοί, εἰς τὸ Κονγκὸ ἤ ἄλλην τινὰ χώραν ἡμιαγρίων καὶ ἀναναπτύκτων, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται σχολείων καὶ διδασκάλων. Ἐδὼ εἶνε Ἑλλάς, ἡ Πατρὶς τῶν φώτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν. Δὲν βλέπετε; Ἐδῶ εἰς τὴν Πρωτεύουσαν, ἐπὶ δύο ὑψηλῶν κιόνων, ὑψοῦνται τὰ ἀγάλματα τῆς θεᾶς τῆς σοφίας καὶ τοῦ θεοῦ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς μουσικῆς. Ναί. Τὰ βλέπομεν, κύριοι. Τὰ βλέπομεν ὅμως ὄχι ὅπως τὰ βλέπετε σεῖς. Τὰ βλέπομεν ὡς σύμβολα ἑνὸς αἰσχροῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα ἐπʼ οὐδενὶ λόγω ἔπρεπε νὰ ὑψωθοῦν ἐν μέσω τῆς χριστιανικῆς Πατρίδος μας, τὴν ὁποίαν ἀνέστησεν ἐκ τοῦ τάφου τῆς δουλείας ὄχι ἡ πίστις εἰς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν Ἀπόλλωνα, ἀλλʼ ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστόν. Ἐπὶ τῶν κιόνων θὰ ἔπρεπε νὰ ὑψωθοῦν χριστιανικὰ σύμβολα. Θὰ ἔπρεπε νὰ μαρμαίρη ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μὲ τὸ σύνθημα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 21˙ «Ἐν τούτω νίκα». Θὰ ἔπρεπεν… Ἀλλὰ ποῦ ἀφήνει τὸ παγανιστικὸν πνεῦμα, ποὺ φωλιάζει δυστυχῶς εἰς τοὺς ἐγκεφάλους τῶν σοφῶν μας; Ποῦ ἀφήνει ἡ μέχρι ἀηδίας ἀρχαιολατρία τόπον διὰ τὸν Χριστόν; Τώρα δὲ μάλιστα, ποὺ ὑψηλὰ πρόσωπα τῆς Πολιτείας , θαυμασταὶ τοῦ ἀρχαίου κάλλους καὶ ὑμνηταὶ τῶν Ὀλυμπίων θεῶν κυβερνοῦν καὶ πνευματικῶς τὸν τόπον μας, τίς ἀμφιβάλλει ὅτι ἡ γλαῦξ – καὶ ὄχι ἡ περιστερὰ τοῦ Ἰορδάνου – ἡ γλαῦξ, τὸ νυκτόβιον τοῦτο πτηνόν, τὸ ἀρεσκόμενον εἰς τὸ σκότος καὶ ἐξαφανιζόμενον ἅμα τῆ ἀνατολῆ τοῦ ἡλίου, θὰ ἐπικαθήση, διʼ εὐλογιῶν τοῦ πατριάρχου τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας Παπανούτσου, ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν Ἑλλήνων, διδασκόντων καὶ διδασκομένων, καὶ νέον κῦμα σοφίας, τέχνης καὶ ἐπιστήμης θὰ ἐκχυθῆ ἐκ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ τελευταίου νηπιαγωγείου τῆς Ἑλλάδος; Νέα περίοδος φωτὸς ἀνατέλλει, κατὰ τὰς ἐπαγγελίας τῶν μεταρρυθμιστῶν.

Ο ΑΛΗΘΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Καὶ ὅμως, παρʼ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν διδασκάλων καὶ καθηγητῶν, παρʼ ὅλην τὴν τυμπανοκρουσίαν τῶν μεταρρυθμιστῶν τῆς Παιδείας, ἡμεῖς τολμῶμεν νʼ ἀπευθύνωμεν τὸ ἐρώτημα˙ Ποῦ διδάσκαλος; Καὶ ὅπως ἄλλοτε ἐκ τῶν στηλῶν τῆς «Σπίθας» ἠρωτήσαμεν ποῦ ἐπίσκοπος καὶ ἱερεύς; οὕτω καὶ τώρα, ἐρευνῶντες τὴν σύγχρονον ἐκπαιδευτικὴν κατάστασιν ἀναζητοῦμεν τὸν διδάσκαλον μὲ λύχνον Διογένους, εἰς πόλεις καὶ χωρία, καὶ συνεχὼς ἐρωτῶμεν˙ Ποῦ διδάσκαλος; Διότι, ὅταν λέγωμεν διδάσκαλον, δὲν ἐννοοῦμεν τὸν διδάσκαλον – ἤ τὸν καθηγητὴν – ὁ ὁποῖος ἔχει τὰ τυπικὰ προσόντα. Ὅπως τὸν ἱερέα καὶ τὸν ἐπίσκοπον δὲν τὸν κάμνει τὸ ῥάσον, τὸ καλυμμαύχιον, τὸ ἐγκόλπιον καὶ ἡ πατερίτσα, οὔτε αὐτὴ ἡ γραμματικὴ μόρφωσις, οὕτω καὶ τὸν διδάσκαλον δὲν τὸν κάμνει ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισις. Δὲν τὸν κάμνει ἡ γραβάτα καὶ τὸ κοστοῦμι. Δὲν τὸν κάμνει τὸ διοριστήριον ἔγγραφον τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Δὲν τὸν κάμνουν οὔτε αὐταὶ αἱ παιδαγωγικαὶ γνώσεις. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νὰ νοηθῆ βαθύτερον. Ὅταν λέγωμεν διδάσκαλον, ἐννοοῦμεν ἕνα ἄρτιον χαρακτῆρα, μίαν γνησίαν προσωπικότητα, μὲ πλούσιον ἐσωτερικὸν κόσμον, ποὺ νὰ δύναται νὰ προβληθῆ ὡς πρότυπον μιμήσεως ἐνώπιον τῶν μαθητῶν. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νὰ εἶνε φῶς διὰ νὰ φωτίζη. Πρέπει νὰ εἶνε ἐστία πυρὸς διὰ νὰ θερμαίνη. Πρέπει νὰ εἶνε πηγὴ διὰ νὰ δροσίζει. Πρέπει νὰ εἶνε ἄλας διὰ νὰ ἀρτύη. Πρέπει νὰ εἶνε ζῶσα εἰκὼν Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώνων ἐν ἑαυτῶ τὴν ἰδέαν τοῦ διδασκάλου ἐν ἀπολύτω ἐννοία, εἶπεν˙ «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί˙ εἶς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός…Μηδὲ κληθῆται καθηγηταί˙ εἶς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23, 8-10).
Ποῦ τοιοῦτοι διδάσκαλοι; Ὑπῆρχον παλαιότερον, ἀκόμη δὲ περισσότερον κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Οἱ διδάσκαλοι ἐκεῖνοι ὑστέρουν βεβαίως εἰς ἐγκυκλοπαιδικὰς καὶ παιδαγωγικὰς γνώσεις ἐν σχέσει πρὸς τοὺς σημερινούς. Ἔκαιεν ὅμως ἐντός των ἄσβεστον τὸ πῦρ τῆς πίστεως εἰς τὴν Θρησκείαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς φλογερᾶς καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης πρὸς τὴν Πατρίδα. Νʼ ἀναφέρωμεν παραδείγματα; Θὰ γίνη μακρὸς ὁ λόγος. Ἀνεφέρομεν ἕν μόνον. Ἦτο αὐγὴ τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1912. Εἰς ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, εἰς Μοῦδρον τῆς Λήμνου, μὲ σιγανὴν φωνὴν καὶ μόλις συγκρατῶν τὰ δάκρυά του ταπεινὸς διδάσκαλος ὡμίλει πρὸς τὰ παιδιὰ τῶν ῥαγιάδων καὶ ἐξέφραζε τὴν ἐλπίδα ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας. Αἴφνης ἰσχυρὸν σφύριγμα πλοίου ἀκούεται. Εἰς τὴν θάλασσαν ἐφάνη πλοῖον. Ἦτο τὸ θωρηκτὸν «Ἀβέρωφ». Ὕψωσε τὴν Ἑλληνικὴν σημαίαν εἰς τὸν κοντόν του. Τί ἔγινεν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς διδασκαλίας δὲν περιγράφεται. Ὁ διδάσκαλος ἐγονυπέτησεν. Καὶ ἐκάλεσε τὰ ἑλληνόπουλα νὰ γονατίσουν καὶ αὐτὰ καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Χριστόν, διότι εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ των τὸ σωτήριον, τὸ ὁποῖον ἀνέμενον γενεαὶ γενεῶν, εἶδον τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος.

ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙ

Τοιαύτας ἐξάρσεις εἶχον οἱ διδάσκαλοι ἐκεῖνοι. Ἔζων ἐντόνως τὴν ἰδέαν τὴς Πατρίδος καὶ τῆς Θρησκείας. Δὲν εἶχον, βλέπετε, ἐμφανισθῆ ἀκόμη οἱ πρῶτοι κράχτες τῆς «ἐκπαιδετικῆς μεταρρυθμίσης», διὰ νὰ ὀνομάζωνται ἡ Θρησκεία καὶ ἡ Πατρὶς μεγάλαι πόρναι, ὁ Σταυρὸς σκουπόξυλον, καὶ ἡ Σημαία κουρελόπανον!
Εἰς μίαν ἐποχὴν φοβερᾶς ἀπὸ Θεοῦ ἀποστασίας, ὅπως εἶνε ἡ ἰδική μας ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντὸς βλασφημεῖται εἰς δημοσίας ὁδοὺς καὶ πλατείας, ἡ εἰκὼν τοῦ Θεανθρώπου μεταβιβάζεται ἀπὸ δημόσια καταστήματα, καὶ ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ θεωρῆται εἰκὼν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται res, γίνεται ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως τῶν πλέον ἀνθρωπιστικῶν συστημάτων, αἱ ὕψισται κορυφαὶ τοῦ ὡραίου, τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀληθοῦς, τὰς ὁποίας δεικνύει ὁ Χριστιανισμός, καλύπτονται ἀπὸ τὴν πυκνὴν ὁμίχλην τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς καὶ φαίνονται ἐξαφανιζόμεναι ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται κοντόφθαλμοι. Ὄχι πλέον αἱ κορυφαί, ἀλλʼ ἡ πεδιάς, ἡ πεζότης, μία χαμαλή, ἔρπουσα, ἐλεεινὴ καὶ τρισάθλια ζωὴ κυριαρχεῖ. Εἶνε ὁ κάμπος, διὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ ὁ Κρυστάλλης, ὅταν νοσταλγὸς μιᾶς ἀνωτέρας ζωῆς, τὴν ὁποίαν συμβολίζουν αἱ κορυφαὶ τῶν ὀρέων, ἀφήνει τὴν ψυχήν του νὰ ἐκσπάση καὶ νὰ εἴπη˙
«Παρακαλῶ σε, σταυραετέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο,
καὶ δός μου τὶς φτεροῦγές σου καὶ πάρε με μαζύ σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάη ὁ κάμπος».
Εἰς αὐτήν, τὴν καμπίσιαν ἐποχήν, πῶς θέλετε νὰ εὑρεθοῦν διδάσκαλοι; Ὑπάρχουν πλῆθος, μὲ γνώσεις πολλάς, μὲ γλώσσας, μὲ σπουδὰς καὶ εἰς τὸ Ἐξωτερικόν. Ἀλλὰ τί νὰ τοὺς κάμης; Λείπει τὸ πῦρ. Λείπει ἡ ψυχή. Λείπει τὸ πνεῦμα. Λείπει τὶ ἕν, ἄνευ τοῦ ὁποίου ὁ διδάσκαλος γίνεται μετριότης ἤ καὶ ἄχρηστος ἤ καὶ ἐπικίνδυνος ἀκόμη.

ΤΟ «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Μήπως ἀδικοῦμεν οὕτω πως κρίνοντες; Ἀλλʼ ἐξέλθετε, παρακαλῶ, εἰς ἕνα μικρὸν περίπατον. Ἄς μεταβῶμεν εἰς τὰ προαύλια τῶν Παιδαγωγικῶν Ἀκαδημιῶν καὶ τῶν καθηγητικῶν Σχολῶν. Ἄς μεταβῶμεν τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἑκατοντάδες νέων, ἀποφοίτων Γυμνασίου, δίδουν εἰσητηρίους ἐξετάσεις. Ἄγνωστοι ἡμεῖς ἄς πλησιάσωμεν τοὺς νέους καὶ ἄς ὑποβάλωμεν εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν τὸ ἐρώτημα˙ Ἀγαπητέ, διατί θέλεις νὰ γίνης διδάσκαλος; Νομίζετε ὅτι θὰ εὕρετε πολλοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς εἴπουν ὅτι τοὺς ἐλκύει τὸ ἰδεῶδες τοῦ διδασκάλου; Ἐὰν ἀνοίξετε συζήτησιν μαζύ των, δὲν θʼ ἀργήσετε νʼ ἀντιληφθῆτε ἀπὸ τὰς ἀπαντήσεις τὰς ὁποίας θὰ δώσουν κατὰ τρόπον κυνικόν, ὅτι ἐκλέγουν τὸ ἔργον τοῦ διδασκάλου ὄχι ὡς ἀποστολήν, ἡ ὁποία τοὺς ἠλεκτρίζει, ἀλλʼ ὡς ἕν ἐκ τῶν ἐπαγγελμάτων, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπαιτεῖ καὶ πολὺν κόπον καὶ πολλὰ ἔξοδα. Παιδιὰ τῶν πλουσίων δὲν σπουδάζουν διδάσκαλοι. Σπουδάζουν ἰατροί, μηχανικοί, δικηγόροι. Ἄν εἴχομεν καὶ ἡμεῖς χρήματα, καὶ ἄν δὲν εἴχομεν οἰκογενειακὰς ὑποχρεώσεις, δὲν θὰ ἐσπουδάζαμεν διδάσκαλοι! Ἀλλὰ τί νὰ γίνη… Ἔτσι, ἐξ ἀρχῆς, ὡς ὑποψήφιοι ἀκόμη, ἔχουν τὸ πλέγμα τῆς κατωτερότητος, αἰσθάνονται τοὺς ἑαυτούς των μειονεκτικοὺς ἀπέναντι τῶν σπουδαστῶν ἄλλων Σχολῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως καὶ αὐτοὶ δὲν σπουδάζουν τὰς ἐπιζήλους ἐπιστήμας εἰμὴ διʼ ὑλικοὺς σκοπούς.
Ταπεινὸν τὸ ὄνειρον τοῦ σπουδαστοῦ τῆς Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας˙ «Νὰ πάρη τὸ χαρτί»! Τὸ ἐπῆρε; Διωρίσθη διδάσκαλος; Ἐνεγράφη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν προϋπολογισμὸν τοῦ Κράτους; Ἡ ῥουτίνα ἀρχίζει. Μία ζωή, ἡ ὁποία, μὴ οἰστρηλατουμένη ἀπὸ ἰδανικά, καταντᾶ ἀνία, πλῆξις καὶ διαρκὲς παράπονον. Μισθὸς εἶνε αὐτὸς ποὺ παίρνομεν;… Μὴ νομίσετε ὅτι δὲν εἴμεθα ὑπὲρ τῆς δικαίας ἱκανοποιήσεως τῶν οἰκονομικῶν αἰτημάτων τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου. Ἀλλὰ θὰ εἶσθε πολὺ ἀφελεῖς, ἄν νομίσετε ὅτι μὲ γενναίους μισθοὺς δημιουργοῦνται ἰδεώδεις διδάσκαλοι. Πόσον μισθόν, παρακαλῶ, ἐλάμβανον οἱ ἀείμνηστοι διδάσκαλοι τοῦ Γένους; Ἤ πόσον ὁ Κομένιος; Πόσον ὁ Πεσταλότσι, εἰς τὸν τάφον τοῦ ὁποίου ἐγράφη˙ «τὰ πάντα διὰ τὸ παιδί˙ τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του»;
Τὰ ὄνειρα σήμερον εἶνε ταπεινά. Μισθός, προσαυξήσεις, προαγωγαί, μεταθέσεις εἰς καλυτέρας θέσεις, τὸ ἐφʼ ἅπαξ, σύνταξις, ἀγορὰ ἑνὸς διαμερίσματος εἰς τὰς Ἀθήνας ἤ τὴν Θεσσαλονίκην. Ταῦτα γράφοντες δὲν κατηγοροῦμεν μόνον τοὺς διδασκάλους. Εἶνε καὶ αὐτοὶ τέκνα τῆς ἐποχῆς μας. Μιᾶς ἐποχῆς πεζῆς καὶ ὑλόφρονος. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἔπρεπεν αὐτοὶ νʼ ἀποτελοῦν μίαν ἐξαίρεσιν ὡς ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος καὶ παιδαγωγοί;
Διδάσκουν, βεβαίως, καὶ ἐκτελοῦν τὸ ἔργον των. Ἀλλὰ πόσον τυπικῶς! Δὲν ἀνάπτουν τὴν ἐπιθυμίαν τῆς γνώσεως. Ἄτονοι ὅπως εἶνε, δὲν καλλιεργοῦν δεόντως τὰ ὑψηλὰ συναισθήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Δὲν δεικνύουν τὸν Οὐρανόν. Τὸ δὲ σπουδαιότερον, ἡ ζωή, ἡ ἰδιωτικὴ καὶ δημοσία ζωὴ τῶν περισσοτέρων ἐξ αὐτῶν δὲν εἶνε σύμφωνος πρὸς τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν κατὰ νόμον ὑποχρεοῦνται νὰ κάμνουν εἰς τοὺς μαθητάς των. Δὲν εἶνε λάμποντα παραδείγματα ἀρετῆς. Πόσα σκάνδαλα δὲν δημιουργεῖ ἡ ἄτακτος ζωή των! Μήπως, φίλοι ἐκπαιδευτικοί, σᾶς ἀδικοῦμεν; Ἄς κάμωμεν μίαν ἔρευναν. Πιστεύομεν νὰ συμφωνῆτε μὲ τὸν ἀρχαῖον φιλόσοφον τῆς Πατρίδος μας, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν, ὅτο βίος ἀνεξέλεγκτος, βίος ἀβίωτος. Ἄς ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὰ μικρότερα διὰ νʼ ἀποδείξωμεν ὁποία ἄβυσσος ὑπάρχει μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως, μεταξὺ διδασκαλίας καὶ ἔργων σας. Τὸ δὲ «κατηγορῶ» δὲν θὰ τὸ ἀπευθύνωμεν ἡμεῖς. Θὰ τὸ ἀκούσετε ἀπὸ τὰ παιδικὰ χείλη τῶν μαθητῶν σας. Ἀκούσατέ το, λοιπόν, μὲ τὴν ὑπομονὴν ποὺ πρέπει νὰ σᾶς διακρίνη.
Μᾶς ἀπαγορεύετε, λέγουν οἱ μαθηταί σας, τὸ κάπνισμα. Καὶ σεῖς; Καπνίζετε ἀρειμανίως. Ὡς ἀνατολῖται. Ὁ ναργελὲς μόνον σᾶς λείπει. Μᾶς συμβουλεύετε νὰ μὴν σπαταλῶμεν τὸν χρόνον μας εἰς τὰ ποδόσφαιρα. Καὶ σεῖς; Μόλις ὀσφρανθῆτε ποδοσφαιρικὴν συνάντησιν τρέχετε εἰς τὰ γήπεδα, καὶ φανατικοὶ τῶν φανατικῶν, ἐκρήγνυσθε εἰς κραυγὰς ἐπὶ ἐξευτελισμῶ τῆς ἐκπαιδευτικῆς σας ἀξιοπρεπείας. Μᾶς ἀπαγορεύετε τὸ χαρτοπαίγνιον. Καὶ σεῖς; Συχνὰ θύετε εἰς τὸν φάντην. Μᾶς συνιστᾶτε μελέτην. Καὶ σεῖς; Ἀπὸ τότε ποὺ ἐλάβατε τὸ δίπλωμά σας ἐκλείσατε τὰ βιβλία καὶ ἔρχεσθε νὰ μᾶς διδάξετε ἀμελέτητοι καὶ ἀπροπαρασκεύαστοι. Ἡ βιβλιοθήκη τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπηρετεῖτε, δὲν ἐσημείωσε ποτὲ τὴν παρουσίαν σας. Μᾶς ἀπαγορεύετε αὐστηρῶς νὰ φοιτῶμεν εἰς τὰ καφενεῖα καὶ τὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ σεῖς; Εἶσθε οἱ τακτικώτεροι θαμῶνές των, παρατείνοντες τὴν ἐν αὐτοῖς παραμονήν σας καὶ πέραν τοῦ μεσονυκτίου καὶ μέχρι πρωινῶν ὡρῶν. Καὶ ἔρχεσθε νυσταλέοι εἰς τὸ μάθημα. Αἱ διδασκάλισσαι ἤ αἱ καθηγήτριαί μας – ὤ τῆς συμφορᾶς! – μᾶς συνιστοῦν κοσμιότητα, καὶ αὐταὶ ὡς πλαγγόνες χιλιοβαμμέναι παρουσιάζονται ἐνώπιόν μας ἐπὶ σκανδαλισμῶ τῶν πάντων. Μᾶλλον διὰ μαννεκὲν ἤ διὰ παιδαγωγοὶ ἔκαμνον. Μᾶς συνιστᾶτε ἐκκλησιασμόν. Καὶ σεῖς; Ἐὰν δὲν εἶνε ἡ σειρά σας διὰ νὰ ὀδηγήσετε ὡς ἀπολωλότα τοὺς μαθητὰς εἰς τὸν ναὸν καὶ νὰ ἐκπληρώσετε τυπικὴν ὑποχρέωσιν, δὲν ἐκκλησιάζεσθε. Ἀλλʼ ἀναπαύεσθε τὰς πρωινὰς ὥρας τῆς Κυριακῆς, ξυρίζεσθε, λούεσθε καὶ κάμνετε τὰς ἐκδρομάς σας. Νὰ προχωρήσωμεν ἀκόμη; Τὸ παιδικόν μας «κατηγορῶ» θὰ εἶνε δριμύτερον. Μᾶς ὁμιλεῖτε περὶ φιλοπατρίας. Καὶ σεῖς τὰς μικρὰς παραμεθορίους πόλεις τῆς Πατρίδος, εἰς τὰς ὁποίας ἔπρεπε νὰ θεωρῆτε ἰδιαίτεραν εὐτυχίαν νὰ ὑπηρετήσετε, ἀποφεύγετε ὡς κατάραν καὶ πᾶν μέσον χρησιμοποιεῖτε καὶ πάντα λίθον κινεῖτε διὰ νὰ μετατεθῆτε εἰς τὰ μεγάλα κέντρα καὶ μάλιστα εἰς τὰς Ἀθήνας. Μᾶς ὁμιλεῖτε διὰ μεγάλα ἰδανικά, καὶ ὅταν πρόκηται νὰ ἔλθετε εἰς γάμον σᾶς βλέπομεν προικοθήρας. Βλέπομεν τὰς καθηγητρίας νὰ μὴ σκέπτωνται ἄλλο εἰμὴ περὶ κομμώσεων, τουαλέττας, χορῶν, πάρτυ, ἐρώτων καὶ περὶ τῆς διὰ παντὸς μέσου ἀλιεύσεως γαμβροῦ. Σᾶς ἀκούωμεν νὰ καταρᾶσθε τὴν ὥραν ποὺ ἐλάβατε τὴν ἀπόφασιν νὰ γίνετε ἐκπαιδευτικοί. Ὁμιλεῖτε διαρκῶς περὶ δικαιωμάτων σας καὶ οὐδέποτε περὶ καθηκόντων σας. Ὁ μισθὸς σᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερον ἀπὸ ὅλα. Μᾶς δίδετε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ὄχι ὡς ἀποστολήν, ἀλλʼ ὠς κοινὸν ἐπάγγελμα ἀσκεῖτε τὸ ἔργον τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ. Σᾶς ἐρωτώμεν˙ Πότε συνεκινήθητε σοβαρῶς διὰ τὰ προβλήματα μας, διὰ τὴν συνεχῶς κατιοῦσαν τῆς διαφθορᾶς τῶν ἠθῶν μας; Πότε ἐκάματε μίαν ἀπεργίαν διὰ τὰ αἰσχρὰ κινηματοθέατρα, ὅπως κάμνετε διὰ τοὺς μισθούς σας;…
Ὤ! Πόσα «κατηγορῶ» δὲν ἀκούονται ἀπὸ τὰς παιδικὰς καὶ νεανικὰς ψυχάς! Ἐὰν τὰς πλησιάσωμεν, δὲν θὰ δυσκολευθῶμεν νὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος διατελοῦν ἐν ἀναβρασμῶ, διατελοῦν ἐν ἐξεγέρσει καὶ ἐπαναστάσει κατὰ τῶν διδασκάλων καὶ καθηγητῶν των, κατὰ τῶν μεγάλων ἐν γένει, διὰ τὴν ὑποκριτικὴν ζωὴν ποὺ διάγουν. Τὰ παιδιὰ ἀντιλαμβάνονται τὶ γίνεται, τὶ κωμωδία παίζεται εἰς βάρος των. Τὰ παιδιὰ διὰ τοῦ βλέμματος, διὰ τῶν κινήσεων, διὰ τῶν μορφασμῶν, διὰ τῶν εἰρωνειῶν των, ἀλλὰ καὶ διὰ βαθείας μελαγχολίας των, ἡ ὁποία φθάνει ἐνίοτε καὶ μέχρις αὐτοκτονίας, φωνάζουν πρὸς ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ ἐλαφρὰν τὴν συνείδησιν ἀνέλαβον τὴν διαπαιδαγώγησίν των˙ «Διορθωθῆτε, κύριοι, διὰ νὰ διορθωθῶμεν καὶ ἡμεῖς. Ἐκπαιδεύσατε πρῶτον τοὺς ἑαυτούς σας ἐν σοφία καὶ ἀρετῆ διὰ νὰ ἐκπαιδεύσετε ἔπειτα καὶ ἡμᾶς. Σᾶς λέγομεν τοῦτο μετὰ πόνου, διότι ἡξ ζωή σας καθημερινῶς μᾶς ἀπογοητεύει. Εἰς σᾶς ἐφαρμόζετε τὸ «δάσκαλε, ποὺ δίδασκες καὶ νόμον δὲν ἐκράτεις!». Τί ἐκπαιδευτικοὶ ἄνδρες εἶσθε σεῖς, καὶ τί παιδαγωγοὶ τῆς νεότητος;».

ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ

Ἄς μὴ καταλήξωμεν ὅμως, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀπαισιοδοξίαν διὰ τὸ μέλλον τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας. Παρʼ ὅλην τὴν διάβρωσιν τὴν ὁποίαν ἔχουν ὑποστῆ οἱ χαρακτῆρες κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, παρʼ ὅλην τὴν διείσδυσιν ἀντιχριστιανικῶν καὶ ὑλιστικῶν ἰδεῶν, των ὁποίων φορεῖς καὶ κήρυκες καὶ ὑποφῆται ἐγένοντο περιβόητοι ωπαιδαγωγοί, Ἡροστράτου δόξαν ζηλώσαντες, ὑπάρχουν, δόξα τῶ Θεῶ, ὑπάρχουν καὶ διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί, οἱ ὁποῖοι κρατοῦν τὰς Ἑλληνικὰς καὶ χριστιανικὰς παραδόσεις, εἶνε ἀφωσιωμένοι εἰς τὸ ἔργον των καὶ ὑπὲρ τὰ ἀτομικὰ καὶ οἰκογενειακὰ συμφέροντα θέτουν τὰ πνευματικὰ συμφέροντα τῶν παιδιῶν, ποὺ ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτοὺς ἡ πατρίς. Κοπιάζουν διʼ αὐτά. Δαπανοῦν καὶ ἐκ τοῦ πτωχοῦ βαλαντίου των διὰ τὴν πρόοδον τοῦ σχολείου. Ἀνησυχοῦν καὶ τρέμουν διὰ τὴν διαγωγὴν τῶν μαθητῶν των. Χαίρουν καὶ ἀγάλλονται διὰ τὴν πρόοδόν των. Ὡς ἄγγελοι τοὺς παρακολουθοῦν καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ σχολείου. Καὶ δύναται νὰ ἐπαναλάβουν καὶ αὐτοὶ τὸ Γραφικόν˙ «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός» (Ἡσ. 8, 18˙ Ἑβρ. 2, 13).
Πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἐκλεκτοὺς διδασκάλους, ὅσον ὀλίγοι καὶ ἄν εἶνε, στρεφόμεθα καὶ λέγομεν, ὅτι ἔρχονται ἡμέραι πονηραὶ διὰ τὴν Ἑλληνικὴν Παιδείαν. Ἄνδρες πονηροὶ καὶ γόητες θὰ προκόψουν πρὸς τὸ χεῖρον καὶ θὰ παρασύρουν πλῆθος ἐκπαιδευτικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶτε ἐκ δειλίας εἴτε ἐκ συμφέροντος εἴτε καὶ ἐξ ὑποκρυπτομένης συγγενείας ἰδεῶν θὰ λιβανίζουν τοὺς ἰσχυροὺς παράγοντας τῆς Παιδείας καὶ θὰ ἐπιδοκιμάζουν καὶ τὰς πλέον παραδόξους καὶ ἐξωφρενικὰς θεωρίας των. Σεῖς, οἱ ὀλίγοι, μνήμονες ἀειμνήστων προκατόχων, διδασκάλων τοῦ Γένους, μὴ δειλιάσετε. Μὴ φοβηθῆτε τὸν φόβον αὐτῶν. Σταθῆτε ἑδραίοι καὶ ἀμετακίνητοι ἐν τῆ πίστει καὶ τῆ ἀρετῆ. Ἐν μέσω ἀθλίων συναδέλφων σας καὶ ἐπιθεωρητῶν, οἱ ὁποῖοι θὰ χειροκροτοῦν καὶ θὰ ζητωκραυγάζουν φρενιτωδῶς ἀπίστους καὶ ἀθέους διὰ νʼ ἀπολαύουν τὰς εὐνοίας των, σεῖς κρατήσατε τὴν θέσιν σας. Καὶ ἀντισταθῆτε γενναίως. Φυλάξατε τὰς νεωτέρας Θερμοπύλας, νὰ μὴ εἰσέλθη ὁ νεοβαρβαρισμός. Καὶ εἶε ἐξ ὑμῶν διασώζων τὴν εἰκόνα τοῦ ἰδανικοῦ διδασκάλου ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ ἀναρίθμητον πλῆθος διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι πνίγουν τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεως καὶ προδίδουν τὸ καθῆκον των. Διὰ σᾶς ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς δὲν θὰ εἴπη ποτέ˙ Ποῦ ὁ διδάσκαλος; Διὰ σᾶς θὰ εἴπη˙ Ἰδοὺ ἕνας πραγματικὸς διδάσκαλος!

ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ «ΝΑ ΤΗΡΗΣΩΜΕΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΑΣ»…

 

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 1965, φ. 277
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ

%ce%b5%ce%bb%ce%b5%cf%85%ce%b8-%ce%b6%cf%89%cf%83%ce%b1-%ce%b5%ce%ba-%ce%bcΜέχρι τώρα ἡ «Σπίθα», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐδημοσίευεν ἕν μόνον ἄρθρον, εἰς τὸ ὁποῖον προσεπάθει νὰ διαφωτίση ἐκ διαφόρων πλευρῶν τὴν κοινὴν γνώμην ἐπὶ ἑνὸς φλέγοντος θέματος. Ἀπὸ τοῦ παρόντος φύλλου ἡ «Σπίθα» θὰ παρουσιάζη τὴν ἐξῆς διάρθρωσιν ὕλης˙ Εἰς τὴν πρώτην σελίδα θὰ δημοσιεύη κύριον ἄρθρον. Εἰς τὴν δεύτερην καὶ τρίτην θὰ ἀναπτύσσεται διεξοδικῶς πῶς ἕν ἐπίκαιρον θέμα, ἐκ τῆς κοινωνικῆς ἤ ἠθικῆς ἤ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἰς δὲ τὴν τελευταίαν σελίδα ὑπὸ τὸμν τίτλον «Σαλπίσματα» θὰ δημοσιεύωνται σύντομα κριτικὰ σημειώματα, διὰ τῶν ὁποίων τὸ περιοδικὸν τοῦτο θὰ σαλπίζη πρὸς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν τὸ «φύλακες γρηγορεῖτε!».
Ἐπιφέροντες τὴν ἀνωτέρω μεταβολὴν ἐλπίζομεν ὅτι θέλομεν ἀνταποκριθῆ πληρέστερον εἰς τὴν πνευματικὴν ἀνάγκην τῶν φίλων ἀναγνωστῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν ὅπως ἡ «Σπίθα», ἡ μικρὰ αὐτὴ μαχητικὴ ἐφημερίς, έπεκτείνη τὸν ἔλεγχον περισσοτέρων σημείων τῆς συγχρόνου ζωῆς, ἡ ὁποία δυστυχῶς ὁλονὲν καὶ ἀπομακρύνεται περισσότερον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ παρουσιάζει ἔκδηλα τὰ σημεῖα τῆς φοβερᾶς καταιγίδος, ἡ ὁποία ἔρχεται διὰ νὰ σαρώση τὴν γῆν…

«ΝΑ ΤΗΡΗΣΩΜΕΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΑΣ»

Ὁ νεοεκλεγεὶς Πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς κ. Τζόνσον ἐπὶ τῆ εἰσόδω εἰς τὸ νέον ἔτος ὁμιλῶν ἀπὸ Ραδιοφώνου μετέδωκε μήνυμα πρὸς τὸ Κογκρέσσον καὶ τὸν Ἀμερικανικὸν λαόν, εἰς τὸ ὁποῖον ἐξέθετε τὴν κατάστασιν τοῦ Ἔθνους, τοὺς κινδύνους τοὺς ὁποίους διατρέχει ἡ παγκόσμιος εἰρήνη, καὶ τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα σκέπτεται νὰ λάβη διὰ τὴν πρόοδον τοῦ Ἔθνους καὶ τὴν διασφάλισιν τῆς εἰρήνης. Ἀλλʼ ὑπεράνω ὅλων τῶν ἐπειδειώξεών μας, κατέληξεν ὁ Πρόεδρος κ. Τζόνσον, εἶνε, «Θεοῦ θέλοντος, νὰ κρατήσωμεν τὴν πίστιν τῶν πατέρων μας».
Δὲν θέλομεν νὰ προβάλωμεν τὴν Ἀμερικὴν ὡς πρότυπον χριστιανικοῦ Ἔθνους. Ἔχει καὶ τὸ κραταιὸν τοῦτο Ἔθνος τὰς ἐλλείψεις καὶ τὰ τρωτά του. Ἔχει τὸ διεθνὲς ἐκεῖνο πορνεῖον, ποὺ λέγεται Χόλλυγουντ. Ἔχει τοὺς γκάνγκστερς. Ἔχει τὰ μεγάλα τράστ. Δὲν ἀμβλυωποῦμεν. Βλέπομεν τὰ μελανὰ σημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ του. Πρέπει ὅμως νὰ βλέπωμεν καὶ τὰ φωτεινὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα παρουσιάζει τὸ Ἔθνος τοῦτο, ὡς καὶ πᾶν ἄλλο Ἔθνος. Καὶ τὰ μὲν κακὰ τῶν ἄλλων Ἐθνῶν τὰ ἀποστρεφώμεθα, τὰ δὲ καλὰ νὰ μιμώμεθα, ἐφαρμόζοντες τὸ ἀποστολικόν˙ «Τὰ πάντα δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε» ( Α΄ Θεσσ. 5, 21).
Καὶ ἐρωτῶμεν˙ Εἶνε μικρὸν ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἀμερικῆς νὰ διακηρύττη, ὅτι ὑπεράνω τῶν ἄλλων κοσμικῶν σκοπῶν, τοὺς ὁποίους ἐπιδιώκει, τίθεται ἡ διαφύλαξις τῆς πίστεως τῶν προγόνων του; Ἡ διακήρυξις αὕτη εἶνε ἔλεγχος τῶν ἡμετέρων πολιτικῶν ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ μηνύματά των πρὸς τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ἐντρέπονται νὰ κάμουν λόγον περὶ τῆς πίστεως τῶν Πατέρων μας, τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως, τὴν ὁποίαν οἱ ἀείμνηστοι ἐκεῖνοι ἄνδρες διὰ ποταμῶν αἱμάτων παρέδωκαν εἰς ἡμᾶς καὶ τὴν ὁποίαν ὡς τὸ πολιυτιμότερον ἀγαθόν, ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ πρέπει νὰ διαφυλάξωμεν. Ἀλλὰ πῶς νὰ εἴπουν λόγον θερμὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως σὲ κυβερνῆται μας, ὅταν εἰς ἐπικαίρους θέσεις, παρὰ τὴν βοὴν τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, διατηροῦν ἄτομα ἐπισήμως καταγγελθέντα ἐπὶ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα;

Ἕλληνες! Πορευθῆτε εἰς ξένα Ἔθνη, διὰ νʼ ἀκούσετε πῶς ὁμιλοῦν ἐκεῖ περὶ τῆς πίστεώς των, ἄν καὶ ἡ πίστις ἐκείνων δὲν ἔχει τὴν τελειότητα καὶ τὴν δόξαν τῆς ἰδικῆς σας πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ «Σπίθα» ἐπὶ τῶ νέω ἔτει εὔχεται ὅπως ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς κρατήση τὴν πίστιν τῶν Πατέρων του, καὶ δώση μάχας κατὰ τῶν πάσης φύσεως καὶ προελεύσεως δολιοφθορέων τῆς Πίστεως.

Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ

Ἀπὸ τῶν στηλῶν τῆς έφημερίδος τοῦ γνωστοῦ δημοσιογραφικοῦ συγκροτήματος, τὸ ὁποῖον μετὰ πάθους ὑπερασπίζει τὸν ἀρχηγὸν τῆς λεγομένης ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως, ἐνεφανίσθη ὡς συνήγορος καὶ κάποιος… μεγάλος ἐπιστήμων, γνωστὸς διὰ τὰ σοφά του συγγράμματα καὶ τὰς σπουδαίας ἀνακαλύψεις του ὄχι μόνον εἰς τὸν τόπον μας, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον. Παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτοῦ. Δὲν τὸν γνωρίζετε; Εἶνε κἄποιος ὀνόματι Μανιατᾶκος. Αὐτὸς δά, ὁ μεγάλος ἐπιστήμων, ἐξῆλθεν εἰς τὸν ἐξώστην μιᾶς ἐφημερίδος συγκροτήματος Λαμπράκη καὶ ἐφώναξε, διὰ νὰ τὸν ἀκούση τὸ Πανελλήνιον, ὅτι ἡ πίστις μας εἰς τὸν Θεὸν ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν σύγχρονον γνῶσιν καὶ ἐπιστήμην, ὅτι κλονίζεται καὶ καταρρέει!
Καμαρώσατε τὸν συνήγορον τοῦ κ. Παπανοῦτσου καὶ κρίνατε περὶ τῆς ἰδεολογικῆς των συγγενείας. Κρὰ ἐφώναξεν ὁ ἕνας. Κρὰ φωνάζει καὶ ὁ ἄλλος. Θαυμασία συναυλία πρὸς τέρψιν τῶν ἑν τῶ Ὑπουργείω τῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων.
Ἀλλʼ εἰς τὸν θλιβερὸν αὐτὸν συνήγορον, ποὺ ὑπερέβη εἰς ἀθεΐαν καὶ ἀσέβειαν τὸν ἀρχηγὸν, ἐδόθη ἡ πρέπουσα ἀπάντησις ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Τί; Ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου; Λάθος! Αὐτὴ κοιμᾶται μακαρίως, μακαριώτατα, ὅταν πρόκηται περὶ τοιούτων ζητημάτων. Γρηγορεῖ δὲ διὰ τὸ μεταθετόν… Ἡ ἀπάντησις ἦλθεν ἐκ μέρους λαϊκοῦ, πιστοῦ τῆς Ἐκκλησίας τέκνου, τοῦ καθηγητοῦ τῶν φυσικῶν καὶ πρυτάνεως τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Παπαϊωάννου, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς πρωτοετεῖς φοιτητὰς διεκήρυξεν˙ «Ὡς ἐκπρόσωπος τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν δύναμαι νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι οὐδεμία ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψις ἠδυνάτισε τὴν πίστιν πρὸς τὸν Θεόν».

ΟΜΟΦΩΝΩΣ;

Ἔδρεψε καὶ πάλιν ἄφθονα χειροκροτήματα ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως κ. Παπανοῦτσος. Συνῆλθον ἐν Ἀθήναις ἐξ ὁλοκλήρου τῆς χώρας οἱ ἐπιθεωρηταὶ τῆς Στοιχειώδους Ἐκπαιδεύσεως καὶ ὁμοφώνως ἐξέδωκεν ψήφισμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνουν τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπην καὶ τὴν πλήρη ἐμπιστοσύνην τοῦ σώματος τῶν ἐπιθεωρητῶν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ κ. Παπανούτσου, καὶ μὲ ἱερὸν μένος ἐπιτίθενται κατʼ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐτόλμησαν νὰ θίξουν τὸ εἴδωλον.
Ἀλλʼ ἄν, κύριοι ἐπιθεωρηταί, σεῖς ἔχετε ἐμπιστοσύνην πλήρη καὶ ἀπεριόριστον εἰς τὸν κ. Παπανοῦτσον, δὲν ἔχει ὅμως ἐμπιστοσύνην ὁ εὐσεβὴς Ἑλληνικὸς λαός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ ἰδρῶτός του τρέφει αὐτὸν καὶ σᾶς. Δὲν θέλει ὁ λαὸς αὐτὸς νὰ ἔχη ἐπὶ κεφαλῆς ὅλης τῆς Ἐκπαιδεύσεως ἄνθρωπον τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα, παλαιότερα καὶ νεώτερα, καὶ ἐπιφυλλίδες γέμουν ἀντιχριστιανικῶν ἰδεῶν. Ἐδιαβάσατε τὰ συγγράμματά του καὶ ἐπιδοκιμάζετε τὰς ἰδέας του; Εἶνε πολὺ βαρὺ νὰ παραδεχθῶμεν τοῦτο διὰ σᾶς. Διότι γνωρίζομεν ὅτι μέχρι χθὲς μερικοὶ ἀπὸ σᾶς ἐξεφράζεσθε ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἐλαμβάνατε μέρος εἰς συνέδρια ἑνώσεως χριστιανικῶν ἐκπαιδευτικῶν καὶ ἐξεδηλώνατε τὴν δυσαρέσκειάν σας κατὰ τῶν ἐξωφρενικῶν ἰδεῶν τῶν μεταρρυθμιστῶν. Πῶς τώρα μετεβλήθητε; Πῶς ἐλησμονήσατε τὸν ἑαυτόν σας; Πῶς δὲν ταράσσεσθε συντασσόμενοι μὲ τὰς γνώμας καὶ τὰς ἰδέας συναδέλφων σας συγγενευόντων ἰδεολογικῶς μὲ τὸν Παπανοῦτσον; Δὲν εὑρέθη ἐπὶ τέλους μεταξὺ τῶν 150 ἐπιθεωρητῶν, δὲν εὑρέθη οὔτε ἕνας νὰ ἐγερθῆ ἐκ τῆς θέσεώς του καὶ νὰ εἴπη˙ «Εἶμαι Ὀρθόδοξος, πιστεύω εἰς τὴν Θρησκείαν μου ἀπολύτως, καὶ διὰ λόγους συνειδήσεως δὲν δύναμαι νὰ ὑπογράψω τὸ ψήφισμα καὶ νὰ ἀποκαλῶ τοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς Πίστεως ὀπισθοδρομικούς, σκοταδιστὰς καὶ συκοφάντας»; Οὔτε ἕνας λοιπόν; Τόσον πολὺ ἔλειψε τὸ θάρρος καὶ ὁ ἀνδρισμός; Εἰλικρινῶς θλιβόμεθα διὰ τὸ κατάντημα τοῦ σώματος τῶν ἐπιθεωρητῶν.

Ο ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

Εἰς κἄποιαν ὁμιλίαν του πρὸς φοιτητὰς ὁ κ. Παπανοῦτσος ἐνεθυμήθη πρὸς παρηγορίαν του τὸν σοφὸν διδάσκαλον τοῦ Γένους Ἀδαμάντιον Κοραῆν.
Πολὺ κακῶς, κ. Παπανοῦτσε, ἐνεθυμήθητε τὸν ἄνδρα. Εἰς τὴν περιπέτειάν σας, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἐδημιουργήσατε μὲ τὰς ἐξωφρενικὰς ἰδέας σας, τί κοινὸν ἔχετε μὲ τὸν Κοραήν; Ὅτι καὶ ἐκεῖνος κατηγορήθη; Ἀλλʼ ὁ ἀοίδιμος ἀνήρ, μόλις ἐτέθη ὑπὸ ἀμφισβήτησιν ἡ χριστιανικὴ του πίστις, προέβη εἰς εἰλικρινὴ διακήρυξιν. Ἀκούσατέ την˙ «Λέγω πρῶτον εἰς ἀπολογίαν μου, ὅτι εἶμαι τέκνον τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰς αὐτὸν γεννημένος, μὲ αὐτὴν ἑνωμένος, καὶ τὸ αὐτὸ Σύμβολον τῆς πίστεως ὁμολογῶν… Ἡ ὑπὲρ λόγον Θρησκεία δὲν ὁμοιάζει τὰς λογικὰς ἐπιστήμας ἤ τέχνας. Αἱ ἐπιστήμαι καὶ αἱ τέχναι, ἔργον τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, τελειοποιοῦνται μὲ τὴν πρόοδον τοῦ χρόνου, καθόσον τελειοποιεῖται ἀπὸ τὴν φιλοσοφίαν ἡ λογική του δύναμις. Ἡ Θρησκεία, ἔργον αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, φθείρεται ἐξεναντίας, ὅσον μακρύνεται χρονικῶς ἀπὸ τὴν πρώτην αὐτῆς κήρυξιν, ἄν δὲν προσέχωσιν οἱ προεστῶτες αὐτῆς νὰ τὴν φυλάσσωσιν ἀκέραιον, ὡς παρακαταθήκην ἐμπιστευθεῖσαν εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν της, καὶ νὰ μαρτυρώσιν ἀκαταπαύστως τὴν ἀλήθειαν αὐτῆς μὲ τὴν διαγωγήν των, ὡς ἄλλοτε τὴν ἐμαρτύρησαν ἄλλοι μὲ τὸ αἷμα των. Εἰς τὰς ἐπιστήμας ἤ τέχνας τὰ νέα εἶνε ὡς ἐπιπλέον τὰ καλύτερα˙ εἰς τὴν Θρησκείαν εἶνε τὰ καλὰ καὶ μόνα τέλεια, ἐπειδὴ ὅστις τὴν ἤρχισεν, ὁ αὐτὸς καὶ τὴν τελείωσε καὶ τελειωμένην μᾶς τὴν ἐπαρέδωκε» (Ἴδε Κοραῆ ἅπαντα τὰ πρωτότυπα ἔργα, ἐπιμέλεια Γ. Βαλέτα, τόμ Α΄, σελ. 271-272).
Εἴδατε, κ. Παπανοῦτσε, πῶς ἐκεῖνος διεκήρυξε τὴν Ὀρθόδοξον Χριστιανικὴν πίστιν του; Δύνασθε καὶ σεῖς νὰ τὸν μιμηθῆτε; Πολλοῦ γε καὶ δεῖ!
Εἶπε δὲ καὶ κάτι ἄλλο ὁ Κοραῆς, πολὺ κατάλληλον διὰ τὴν περίπτωσιν Παπανούτσου. Θὰ τὸ προσφέρωμεν εἰς τὸ ἐπόμενον φύλλον τῆς «Σπίθας» ὡς ἄριστον φάρμακον πρὸς ἀποτοξίνωσιν τοῦ ψυχικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ κ. Παπανούτσου καὶ τῶν συμπαθῶν του. Καὶ γὰρ ὁ ἰατρὸς ὁ Κοραῆς.

Ο ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ ΠΑΤΡΩΝ

Γνωρίζομεν ὅτι οἱ φίλοι τῆς Παπανουτσείου φιλοσοφίας – γράφε κολοκυθοφιλοσοφίας – θὰ ἐκσπάσουν εἰς γέλωτας καὶ εἰρωνίας ἐπὶ τῶ ἀκούσματι ὅτι καὶ πάλιν ὁ συντάκτης τῆς «Σπίθας» θίγει τὸν Καρνάβαλον, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, διατελεῖ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν δύο χρονογράφων τοῦ συγκροτήματος Λαμπράκη. Ἀλλʼ ἡμεῖς δὲν θέλομεν νὰ μιμηθῶμεν τοὺς μοντέρνους ἐκείνους ἱεροκήρυκας, οἱ ὁποῖοι, διὰ νὰ μὴ χαρακτηρισθοῦν ὡς καθυστερημένοι, ἀφήνουν ἐκτὸς βολῆς τὸν Καρνάβαλον.
Εὐτυχῶς ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πατρῶν ὡς καὶ οἱ ὑπηρετοῦντες ἐκεῖ δόκιμοι ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου, καθʼ ἅ πληροφορούμεθα, εἶνε ἀποφασισμένοι νʼ ἀγωνιστοῦν κατὰ τῶν καρναβαλικῶν ἀσχημιῶν. Καὶ εἶνε εὐχερής, νομίζομεν, ἐφέτος ὁ ἀγών. Διότι ἡ ἀποστολικὴ πόλις, ἡ ὁποία ὑπεδέχθη τὴν κάραν τοῦ Πρωτοκλήτου ἁγίου Ἀνδρέου, δὲν πιστεύομεν νʼ ἀνεχθῆ καὶ τὴν πορνικὴν πομπὴν τοῦ Καρναβάλου νὰ διασχίζη τὰς ὁδοὺς καὶ νὰ σκορπίζη τὰ μιάσματά της καὶ νὰ ῥυπαίνη τὰ πάντα. Ἄς τεθῆ, λοιπόν, ὡμῶς τὸ θέμα˙ Ἅγιον Ἀνδρέαν ἤ Καρνάβαλον; Διότι «τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6, 14).
Ὁ Συντάκτης τῆς «Σπίθας» εὔχεται νίκην. Ἀπέστειλε δὲ εἰς τὸν Σεβ. Μητροπολίτην Πατρῶν κ. Κωνσταντῖνον τὸ ἐξῆς τηλεγράφημα˙
Συγχαίροντες ἐπὶ τῆ σημερινῆ ἑορτῆ Πρωτοκλήτου ἐπικροτοῦμεν στάσιν Ὑμετέρας Σεβασμιότητος ἔναντι Καρναβαλικοῦ ὀργίου. Ἐν Ἱερᾶ ἀποστολικῆ πόλει ὡς αἱ Πάτραι ἀπαράδεκτον πᾶν ἀνίερον καὶ βέβηλον, πᾶσα εἰδωλολατρικὴ τελετή. Ὑμετέρα Σεβασμιότης κηρύσσουσα σταυροφορίαν καὶ τιθεμένη ἐπικεφαλὴς ἱεροῦ ἀγῶνος θὰ καταγάγη θρίαμβον ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ, διʼ ὅν θὰ χαίρη ὁ μάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολος. Συνεγείρατε λαὸν καὶ κλῆρον. Ἐλάχιστος στρατιώτης τίθεμαι εἰς διάθεσιν Ὑμετέρας Σεβασμιότητος ἐὰν αὕτη κρίνη χρήσιμον ὑπηρεσίαν μου.
Μετὰ σεβασμοῦ
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

«Μαχαιρι» «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34)

 

Τωρα, που το κακο οπως στον βι­βλικο κατακλυσμο τεινει να καλυψη & τις κορυφες, & θεολογοι κι ἀκαδη­μαϊκοι βγαινουν δημοσιως & συνηγορουν σε ειδωλολατρικες εκδηλωσεις, ας ακουστη παλι η εν­τολη του Κυριου· «Ο μη εχων (μαχαιραν) πω­λησει το ιματιον αυτου & αγορασει μαχαιραν» (Λουκ. 22,36). Οχι φιλοι του κοσμου· φιλοι του Χρι­στου να γiνουμε


ΑΓΩΝΙΣΘὌχι εἰρήνη, ἀλλὰ μαχαίρι ἦρθα νὰ βάλω. Ὁμιλεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος; καὶ λέει τέτοια λόγια; Μὰ ἐκεῖνος δὲν εἶνε ὁ «ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ. 9,6); στὴ γέννησί του δὲν ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι «καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2,14); ὁ ἴ­διος δὲν μακάρισε τοὺς «εἰρηνοποιούς» (Ματθ. 5,9); ἐκεῖ­­νος δὲν χαιρέτισε μετὰ τὴν ἀνάστασί του μὲ τὸ «Εἰ­­ρήνη ὑμῖν» (Λουκ. 24,36); Πῶς τώρα λέει «Οὐκ ἦλ­­θον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν»; τὰ παιδιά του θὰ πιάσουν μαχαίρια, ὅπως οἱ σταυροφόροι τοῦ πά­πα; Δὲν εἶνε ἀντίθετα τὸ Σφάζετε μὲ τὸ «Ἀγαπᾶ­τε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), μαχαίρι καὶ κλαδὶ ἐλιᾶς;
Τί μαχαίρι ἐννοεῖ ὁ Κύριος, τὸ γνωστὸ σιδερένιο ὄργανο ποὺ σφάζει τ᾽ ἀρνάκια; Μὰ αὐτὸ θά ᾽ταν τελείως ἀντίθετο μὲ τὸ ὅλο πνεῦμα του. Ἄοπλος ὁ ἴδιος, ἄοπλοι ἤθελε νά ᾽νε καὶ οἱ ἀ­πό­στολοί του. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὁ Πέτρος στὴ Γεθση­μανῆ χτύπησε τὸ Μάλχο, ὁ Κύριος εἶπε· «Ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀ­ποθανοῦν­ται» (Ματθ. 26,52). Ἀθάνατα λόγια! θ᾽ ἀρ­γήσουν, φαίνεται, νὰ τὰ νιώσουν οἱ λαοὶ τῆς γῆς.

* * *

Κάτι ἄλλο λοιπὸν ἐννοεῖ ὁ Χριστός. Φώτισέ μας, Κύριε, νὰ τὸ καταλάβουμε. Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη μάχαι­ρα. Ποιά; Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, μάχαιρα εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς εἶ­νε «ζῶν καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑ­πὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. 4,12). «Μάχαιρα τοῦ Πνεύματος» εἶνε τὸ «ῥῆ­μα Θεοῦ» (Ἐφ. 6,17). Αὐτὴ νικᾷ τὰ φονι­κὰ ὅπλα καὶ τὰ μεταβάλλει σὲ γεωργικὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ἠσαΐα (βλ. 2,4). Μ᾽ αὐτὴν ἦταν ὡπλισμένοι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πατέρες. Κρατῶ ξίφος σιδήρου τομώτερον, ἔλεγε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε μάχαιρα χειρουργική· κόβει – χωρίζει τὸ ὑγιὲς ἀπὸ τὴ γάγγραινα· γίνεται «χωρισμὸς τοῦ χείρονος ἀ­πὸ τοῦ κρείττονος», λένε οἱ πατέρες. Στὸν μέθυσο π.χ. ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέει· «Μέθυσοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομή­σουσι» (Α΄ Κορ. 6,10). Ἂν τὸ δεχτῇ, βάζει μαχαίρι στὸ πάθος, παύει νὰ πίνῃ, κόβει τὴ συναναστροφὴ μὲ θαμῶνες τοῦ Βάκχου σὲ ταβέρνες καὶ κοσμικὰ κέντρα. Πάθος ὀλέθριο, λέει, θὰ σὲ σφάξω! αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπόφασι τοῦ μετανοημένου. Ἀλλὰ ἕως ὅ­του νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του, τί πόλεμος! πόλεμος ὅμως εὐλογημένος, ποὺ φέρνει στὸ τέλος τὴν ἀσύλληπτη «εἰρήνην τοῦ Θεοῦ» (Φιλιπ. 4,7).
Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο ὁ Χρι­στιανὸς βρίσκεται σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι· πρῶ­τα μὲ τὸν ἑαυτό του – τὰ ἐλαττώματά του, ἔπειτα μὲ τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον, φίλους καὶ συγγενεῖς. Δὲν κάμπτεται, ἔχει πάρει ἀπόφασι. Δὲν γυρίζει πίσω· θυμᾶται τί ἔπαθε ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ. Προτιμᾷ νὰ χωριστῇ κι ἀπ᾽ τὰ πιὸ ἀγαπητὰ πρόσωπα παρὰ νὰ χωριστῇ ἀ­πὸ τὸν Κύριο, ποὺ ἔδωσε τὸ τίμιο αἷμα του γι᾽ αὐτόν. Λέει στὸν κό­σμο ἐ­κεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Ἰωσὴφ στὴ γυναῖκα τοῦ Πετε­φρῆ· «Πῶς ποιήσω τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦ­το καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γέν. 39,9).
Οἱ ἀρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶνε ἀσυμβίβαστες· γι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος δὲν ἀγαπᾷ τὸν συνεπῆ Χριστιανό. Ὁ ζων­τανὸς ἄνθρωπος τοῦ Εὐαγγε­λίου ἐνοχλεῖ· μέσα σὲ ἄδικη καὶ ἄπιστη γενεὰ εἶνε «βαρὺς καὶ βλεπόμενος» κατὰ τὴ Γραφή (Σ. Σολ. 2,14). Προσπαθοῦν νὰ τὸν ἐκμηδενίσουν μὲ κά­θε τρόπο. Θάνατος στοὺς Χριστιανούς! φώναζαν στὰ ἀμφιθέατρα τῆς ῾Ρώμης. Εἰρωνεῖες, ἐμ­παιγμοί, συκοφαντίες, παραγκωνι­σμοί, ἀπειλές, φυλακίσεις, δημεύσεις περιουσι­ῶν, καὶ θανατώσεις σκληρές. Ἀλ­λὰ οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος πολεμοῦσαν τὸν ἑωσφό­ρο, ἤλεγχαν τὴ μωρία καὶ ἐγκληματικότητα τοῦ περιβάλλοντος. Οἱ θεοί σας, ἔλεγαν στοὺς διῶ­κτες, εἶνε εἴ­δωλα, «ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσου­σιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔ­χουσι καὶ οὐκ ἀ­κούσονται…» (Ψαλμ. 113,12-16). Οἱ πιστοὶ ἐκεῖνοι ἦταν ἀ­πτόητοι, ὡς λέοντες πῦρ πνέοντες. «Ἐγγὺς μα­χαί­ρας ἐγγὺς Θεοῦ, μεταξὺ θηρίων μεταξὺ Θεοῦ», θά ᾽λεγαν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν θεοφόρο (Σμυρν. 4). Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι νικοῦσαν σφαζόμενοι – ὄχι σφάζοντας, χύνοντας τὸ δικό τους αἶμα – ὄχι τῶν ἄλλων· νά ἡ διαφο­ρὰ μὲ τὸ μωαμεθανισμὸ καὶ τὸν κομμουνισμό.

* * *

Ἔχοντας αὐτὰ ὑπ᾽ ὄψιν ἂς δοῦμε τώρα τὴν κατάστασι. Μὲ θλῖψι διαπιστώνεται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ σήμερα εἴμαστε χωρὶς «μάχαιραν», γεν­ναῖες ἀποφάσεις, πόλεμο μὲ τὸ κακό. Χλιαρὴ ἡ ἀντίστα­σι. Ὁ κόσμος δὲν μᾶς πολεμεῖ, γιατὶ ἁ­πλούστατα δὲν ἐνοχλοῦ­με τὸν κοσμοκράτορα, δὲν συγκρουόμαστε μὲ τὸν κόσμο, δὲν ἀγωνιζό­μα­­στε· ἀφωπλισθήκαμε, παραδινόμαστε. Ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅ,τι θέ­λει ὁ κόσμος καὶ τ᾽ ἁμαρτωλὰ συγκροτήματά του, αὐτὸ δεχόμαστε. Κ᾽ ἐπειδὴ θέλημα Χριστοῦ καὶ θελή­ματα τοῦ κόσμου συγκρούονται καὶ φαίνε­ται κα­θαρὰ ἡ ἀντίθεσί τους, ἐμεῖς μὲ ἔξυπνη καὶ συγχρονισμένη θεολογικὰ(!) σκέψι ψάχνουμε νὰ βροῦ­με ἐπιχειρήματα νὰ δικαιολογήσουμε τὶς ὑ­ποχωρήσεις στὶς κοσμικὲς τάσεις καὶ ἐπιθυμί­ες. Προσπαθοῦμε νὰ συμβιβά­σουμε τὰ ἀσυμβίβαστα, νὰ γεφυρώσουμε τὰ ἀγεφύρωτα, νὰ διαλύ­σουμε τὸ λάδι μέσα στὸ νερό, νὰ ἐπινοήσουμε μιὰ μι­κτὴ στάσι, κυμαινόμενοι διαρκῶς μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας. Ἀκό­μη κι ὅ­ταν μιλᾶμε κατὰ τοῦ κόσμου, ὁ κόσμος κυριαρ­χεῖ μέσα μας! Φαίνονται ὑπερβολὲς αὐ­τά;
Νά μερικὰ παραδείγματα. Παίζεται ἕνα ἔργο. Καὶ ἐνῷ τὸ Εὐαγγέλιο θέλει καὶ τὸ βλέμμα καὶ τὴ σκέψι ἀμόλυντα (βλ. Ματθ. 5,28) καὶ τὸ Ψαλτήρι λέει «Ἀ­πόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν μα­ταιότητα» (Ψαλμ. 118,37), ὁ σημερινὸς χριστιανὸς πάει καὶ τὸ βλέπει, ἐνῷ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ποτέ δὲν θὰ τό ᾽καναν. Ἂς πήγαινε, ἂν εἶχε ζῆ­λο, ὄχι νὰ δῇ ἀλλὰ νὰ διαμαρτυρηθῇ γιὰ τὸ θέαμα· τότε θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν μάχαιρα. Ἀλλὰ τώ­ρα, χλιαρὸς αὐτός, ὑποχωρεῖ. Ὑποχωρεῖ ἀκόμη στὰ ζητήματα τοῦ χοροῦ, τοῦ καρναβάλου, τῆς ἀ­ποφυγῆς τῆς τε­κνογονίας, τῶν μικτῶν γάμων, τῆς καταργήσεως τῶν κωλυμάτων γάμου, τοῦ δι­αζυγίου. Γενικὴ ὑποχώρησις. Ὑποχωρεῖ ὅμως καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκ­κλησία σὲ ἀντιχριστιανικὲς ἀπαιτήσεις τοῦ κράτους, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ τὴν κυ­βερνᾷ. Μάχαιρα, ποὺ χωρίζει εὐεργετικὰ κράτος καὶ ἐκ­κλησία καὶ ἀποδίδει εὐαγγελικὰ «τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22,21), δὲν φαί­νεται. Οἱ ναοὶ τείνουν νὰ γίνουν θέα­τρα. Ἀκούγον­ται ἤδη φωνὲς ἠθοποιῶν καὶ καν­τα­δόρων. Σκὲτς καὶ ἀθῷες δῆ­θεν θεατρι­κὲς πα­ραστάσεις κατηχη­τριῶν παρουσίᾳ ἱερέων καὶ ἀρ­χιερέων ἄρ­χισαν μέσα σὲ ναούς. Αὐτά, βλέπετε, θέλει ὁ λαός. Γέλια καὶ καγχασμοὶ ἀντὶ δακρύων θ᾽ ἀκούγωνται στὸ ἑξῆς. Μάχαιρα Ὀρθοδοξίας, μάχαιρα εὐλογημένη τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶσαι νὰ κάνῃς τὴν σωτήρια τομή;

* * *

Ἐφοδιασθῆτε μὲ μάχαιραν, ἀγαπητοί μου. Τὸ πνεῦμα μιᾶς νόθου θρησκευτικῆς ζωῆς, ποὺ συνεχῶς ἐκκοσμικεύεται καὶ συμβιβάζεται μὲ νε­ωτερισμούς, πρέπει νὰ καταπολεμηθῇ. Τώρα, ποὺ τὸ κακὸ ὅπως στὸν βι­βλικὸ κατακλυσμὸ τείνει νὰ καλύψῃ καὶ τὶς κορυφές, καὶ θεολόγοι κι ἀκαδη­μαϊκοὶ βγαίνουν δημοσίως καὶ συνηγοροῦν σὲ εἰ­δωλολατρικὲς ἐκδηλώσεις, ἂς ἀκουστῇ πάλι ἡ ἐν­τολὴ τοῦ Κυρίου· «Ὁ μὴ ἔχων (μάχαιραν) πω­λή­σει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν» (Λουκ. 22,36). Ὅσοι ὣς τώρα δείξαμε χλιαρότητα καὶ ὑπο­χωρήσεις σὲ κοσμικὲς ἀπαιτήσεις, ἂς ἀναθεωρή­σουμε. Ὄχι φίλοι τοῦ κόσμου· φίλοι τοῦ Χρι­στοῦ νὰ γίνουμε. Δὲν ἀκοῦμε πῶς μᾶς ἐλέγχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; «Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐ­στιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. 4,4). Ν᾽ ἀλλάξου­με τακτική· στὶς ψυχές μας νὰ κυριαρχῇ τὸ θέλημα τοῦ Κυρί­ου· γιὰ χάρι του νὰ θυσιάζουμε συμφέροντα, συγ­γένειες, φιλίες, συναισθήματα, καὶ τὴ ζωή μας γι᾽ αὐτόν. Νά ἡ μάχαιρα ποὺ πρέπει ν᾽ ἀγοράσουμε.
Ἀδελφοί, δὲν εἶνε πάντα καλὸ ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη. Ἂν συνεπάγεται θυσία ἀρχῶν, τότε προτιμότερος ὁ πόλεμος. Κατὰ τὸν ἅ­γιο Γρηγόριο τὸν θεολόγο «κρείττων ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρή­νης χωριζούσης Θεοῦ» (Ἑ.Π. Migne 35,488). Λοιπὸν ἂς θυσιάσουμε τὴ φιλία τοῦ κόσμου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς ποῦμε τὰ λόγια ἑνὸς πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ· «Ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί, Οὐχ ἑώρακά σε, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ ἐ­πέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἀπέγνω· ἐφύλαξε τὰ λόγιά σου καὶ τὴν διαθήκην σου διετήρησε» (Δευτ. 33,9), καὶ τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης· «Εἴ τις οὐ φι­λεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ (=ὁ Κύριος ἔρχεται)» (Α΄ Κορ. 16,21-22).
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ναί, Κύριε, καταλαβαίνουμε τὸ λόγο σου· καμμία εἰρήνη δὲν κατακτᾶται χωρὶς πόλεμο. Καὶ ἔ­δωσες πρῶτος τὸ παράδειγμα. Ἡ εἰρήνη σου ἦρθε ὡς ἀποτέλεσμα πολέμου. Καὶ ἡ ἐπικράτη­σι τῆς βασιλείας σου γίνεται μόνο ὅταν ἐμπνεώμεθα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας σου. Μάχαιρα = ἀπόφασι θανάτου γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Κύριε! στὰ σβησμένα θυσιαστήρια τῶν καρδι­ῶν μας ῥίξε σπινθῆρες ἀπ᾽ τὴ φωτιὰ ποὺ ἔφερες. Χωρὶς μάχαιραν, ζῆλο καὶ ἀπόφασι θανάτου γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τίποτα δὲν γίνεται.
Πόσο τά ᾽χουμε ἀνάγκη αὐτά! Ἂς τὰ ζητήσουμε μετὰ δακρύων ἀπὸ τὸν Κύριο.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» [Κοζάνη, φ. 138/Ἰαν. 1953] καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο Φλογέρα Α΄, Ἀθῆναι 1992, σσ. 137-148)

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΛΥΚΟΙ ΒΑΡΕΙΣ Απο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», Φεβρουαριου 1965 Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αὺγουστίνου

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΛΥΚΟΙ ΒΑΡΕΙΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΞΟΥΝ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΟΙΜΝΙΟ. ΠΟΙΟΙ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ; 1. Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 2. ΚΑΙ EKEINOI ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΑΠΟΚΟΙΜΙΖΟΥΝ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΟΙΜΝΙΟ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ: «Μη τα βαζετε με τους αγιους αρχιερεις αμαρτανετε. Δεν ειμεθα εμεις εις θεσι να τους ελεγχωμε. Θα τους ελεγξη ο Θεος. Εμεις να κοιταξωμε την ψυχουλα μας… Τα λογια αυτα ειναι ο,τι χρειαζονται οι παρανομουντες αρχιερεις για να ζουν & να δρουν ασυδοτα


ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΞΟΥΝ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΟΙΜΝΙΟ

Απο  «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», Φεβρουαριου 1965
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αὺγουστίνου

ΨΗΦΟ-ΚΛΗΡ-ιστ.

sat.-x

Εἰς τὴν ἀδιαφορία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ διὰ τὴν ἀνόρθωσι τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνετέλεσαν καὶ συντελοῦν πολλοὶ παράγοντες, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα ἐδῶ μνημονεύομεν, τὸν καθʼ ἡμᾶς κυριώτερον. Ὅτι δηλαδὴ ὑπὸ εὐλαβῶν κηρύκων καὶ πνευματικῶν πατέρων, μὴ θελόντων διὰ τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἱερᾶς διακονίας των νὰ ἔλθουν εἰς σύγκρουσιν μὲ παρανομοῦντας ἀρχιερεῖς καὶ νὰ ἐμπλακοῦν εἰς περιπέτειας καὶ ἀγῶνας, κατʼ αὐτοὺς ἀκάρπους, ἐκαλλιεργήθη μία περιδεὴς συνείδησις. Διʼ ὄνομα Θεοῦ! Μὴ τὰ βάζετε μὲ τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς. Δὲν εἴμεθα ἡμεῖς εἰς θέσιν νὰ τοὺς έλέγχωμεν. Θὰ τοὺς ἐλέγξη ὁ Θεός.Ἡμεῖς νὰ κοιτάξωμεν τὴν ψυχοῦλά μας. Εἶνε ἁμαρτία νὰ κρίνομεν τὸν κλῆρον… Αὐτὰ εἶνε ὅ,τι ἐχρειάζοντο οἱ ἅγιοι ἀρχιερεῖς διὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ δροῦν ἀσυδότως.

Τὸ «εἰσπολλάτιον» (=Εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα!), κατʼ ἀείμνηστον διδάσκαλον τοῦ Γένους Δούκαν, κυριαρχῆσαν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας, ἐξακολουθεῖ καὶ εἰς τὸν μετὰ ταῦτα ἐλεύθερον βίον τῆς Ἑλλάδος νὰ ψάλλεται, μέχρις ἀηδίας, καὶ νὰ προσφέρεται ὡς ἄφθονος λιβανωτὸς κολακείας καὶ διʼ ἐκείνους ἀκόμη τοὺς ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι διὰ βοῶντα σκάνδαλα θὰ ἔπρεπε νʼ ἀκούουν κραυγὰς ἀποδοκιμασίας καὶ ἀναθέματα.
Διὰ τοῦτον ἔκπληξιν προὐκάλεσεν ἡ συγκέντρωσις πιστοῦ λαοῦ εἰς τὸ κινηματοθέατρον «Ἀκροπὸλ» τὴν 7ην Φεβρουαρίου. Εἶνε ἡ πρώτη φορὰ εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς ἔκαμε τόσον ζωηρῶς τὴν ἐμφάνισίν του καὶ ὕψωσε φωνὴν διαμαρτυρίας διὰ τὴν ἀθλίαν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν τῶν ἡμερῶν μας. Πρώτην φορὰν πιστοὶ ἀπέβαλον τὴν φοβίαν, μήπως λέγοντές τι κατὰ τῶν σκανδαλοποιῶν ἐκπροσώπων τῆς Θρησκείας τοῦ Ναζωραίου ἁμαρτήσουν θανασίμως καὶ κολάσουν τὴν ψυχήν των, ὡς ἐτρομοκράτουν αὐτοὺς οἱ ἀσυνείδητοι ἐκεῖνοι ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι, μὴ πιστεύοντες εἰς κόλασιν αἰώνιον, ἐν τούτοις χρησιμοποιοῦν τὴν ἰδέα τῆς κολάσεως ὡς μέσον διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιχειροῦν νʼ ἀφοπλίσουν τοὺς θέλοντας νʼ ἀγωνισθοῦν διὰ τὴν κάθαρσιν καὶ ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἴπομεν ὅτι δὲν πιστεύουν. Διότι, ἐὰν ἐπίστευον, οὐδέποτε θὰ ἐτόλμων νὰ διαπράξουν τοιαύτην ἀσχημίαν ὁποία εἶνε, κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ἡ διʼ εὐτελεῖς λόγους ἀπὸ μιᾶς Μητροπόλεως εἰς ἄλλην μεταπήδησις. Τί εἰρωνεία, τί ὑποκρισία, τὶ θεομπαιξία! Ὁ ἀδίστακτος εἰς τὸ νὰ τολμᾶ τὰς πλέον ἀντικανονικὰς καὶ παρανόμους πράξεις, νὰ ζητῆ νὰ ἐμβάλη φόβον καὶ τρόμον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν εὐλαβῶν διὰ νὰ μῆ ὑπερασπίσουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια ποὺ αὐτὸς ἀσυστόλως καταπατεῖ! Νὰ τρέμη ὁ πιστὸς νὰ φωνάξη τὸ «ἀνάξιος» διʼ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὡς βδελύγματα ἐρημώσεως νὰ σταθοῦν ἐν τοῖς ἱεροῖς θυσιαστηρίοις, καὶ οἱ ἀνάξιοι νὰ μὴ φοβοῦνται καὶ νὰ μὴ τρέμουν ἐγγίζοντες τὰ ἅγια! Ὄχι, χριστιανέ! Δὲν κολάζεσαι, ἀλλʼ ἁγιάζεσαι. Ἁγιάζεις τὸ στόμα σου, ὅταν φωνάζης δικαίως τὸ «ἀνάξιος», καὶ μὲ τὴν ἁγίαν σου αὐτὴν φωνὴν ζητῆς νʼ ἀπομακρύνης ἐκ τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας τοὺς μισθωτοὺς ποιμένας, τοὺς κλέπτας καὶ ληστάς, τοὺς χριστεμπόρους καὶ θεοκαπήλους, τοὺς βαρεῖς λύκους, οἱ ὁποῖοι ἐνσκήπτουν εἰς τὸ ποίμνιον διὰ νὰ κλέψουν, νὰ θύσουν καὶ νʼ ἀπολέσουν (ἰδὲ Ἰωάν. 10, 10).

Απο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», Φεβρουαριου 1965 Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αὺγουστίνου ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

 

ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΠΟΥ ΧΑΛΑΣΑΝ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟ ΥΠΝΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟΠΟΙΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ. 2) ΨΗΦΙΣΜΑ ΝΕΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ, ΣΤΙΣ 7.2.1965 ΣΤΟ «ΑΚΡΟΠΟΛ» παρουσιασε την αθλια εκκλησιαστικη καταστασι και απεφασισε οπως δια του παροντος ψηφισματος καταστηση κοινωνον της αγωνιας του ολοκληρο τον ευσεβη Ελληνικο λαο


-Eκκλ. αγωνες π. A.Ὑπάρχει εἰς πολλοὺς ἡ ἁντίληψις ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς εἶνε ἀδιάφορος πρὸς πᾶν τὸ ἐκκλησιαστικόν. Τὸ τί ἐπίτροποι, τί ψάλται, τί ἱερεῖς καὶ τί ἀρχιερεῖς εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τοῦτο, λέγουν, δὲν ἐνδιαφέρει τὸν πολὺν λαό. Ὁ λαὸς ἐνδιαφέρεται ζωηρῶς διʼ ἄλλας ὑποθέσεις. Φιλονεικεῖ διὰ πολιτικά, κατέρχεται εἰς συλλαλητήρια, κάμνει πορείας πολλῶν χιλιομέτρων, διανυκτερεύει εἰς τὸ ὕπαιθρο, κηρύττει ἀπεργία πείνης προκειμένου νὰ διεκδικήση δίκαια τῆς ἐπαγγελματικῆς του τάξεως. Ἄκόμη δὲ ὁ λαὸς ἐνδιαφέρεται ζωηρῶς καὶ διʼ ἕν ποδοσφαιρικὸ μάτς. Διʼ ἕν ἄθλιο ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖον δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ σάρκες καὶ νεῦρα καὶ μόνην ἱκανότητα ἔχει νὰ κλωτσᾶ τὴν μπάλλαν καὶ νὰ εἰσπράττη τεράστια ποσά, ὁ λαὸς δύναται νὰ συμπλακῆ εἰς γήπεδα, νὰ θραύση πᾶν τὸ προστυχόν, καὶ ὡς ἀσυγκράτητος εἰς τὴν ἐκδήλωσι τῶν αἰσθημάτων του νὰ μεταβάλη εἰς γῆν Μαδιὰμ τὸν ποδοσφαιρικὸ χῶρο. Ἀλλὰ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν μὴν τοῦ ὁμιλήσης. Οὔφ! Μὲ τοὺς παπάδες τώρα θʼ ἀσχολούμεθα;…
Αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία τῶν πολλῶν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ τὸ ἀναπαυτικὸν προσκέφαλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου κοιμῶνται μακαρίως οἱ σκανδαλοποιοὶ κληρικοί. Θὰ κάμωμεν, λέγουν κατὰ φρένα ὡρισμένοι ἀρχιερεῖς, θὰ κάμωμεν ὅ,τι θέλομεν! Τὸ θέλημά μας θὰ γίνη νόμος τοῦ Κράτους. Θὰ έπιδιώξωμεν τὴν μετάθεσίν μας εἰς τὰς μεγαλυτέρας Μητροπόλεις. Θὰ πατάξωμεν τοὺς ἀντιδρῶντας. Θὰ ἐξοντώσωμεν τοὺς εὐθαρσεῖς ἱεροκήρυκας. Θὰ συμμαχήσωμεν καὶ μὲ αὐτὸν ἀκόμη μὲ τὸν Διάβολον. Θὰ ζητήσωμεν τὴν βοήθειαν καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῶν σκοπῶν μας. Ἡμεῖς εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία… Ἐὰν δὲ ὑπενθυμίση κἄποιος τὸν λαόν, ἀπαντοῦν εἰρωνικῶς καὶ σαρκαστικῶς˙ Ποιὸς λαός; Ποιὸς ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ ἐκκλησιαστικά; Μερικοὶ τρελλοὶ φωνάζουν. Καὶ ὁ λαὸς γελᾶ εἰς βάρος των…
Αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία τῶν πολλῶν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ἐκτρέπει τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα. Ἐὰν καὶ ὁ χειρότερος τῶν ἐπισκόπων ἐγνωριζεν ὅτι διὰ πᾶσαν ἀταξίαν περὶ τὸν βίον του καὶ διὰ πᾶσαν ἀντικανονικὴν πρᾶξίν του περὶ τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας θὰ προεκαλεῖτο θύελλα διαμαρτυριῶν του λαοῦ ἱκανὴ νὰ τὸν σείση καὶ νὰ τὸν σαρώση, θὰ ἦτο πολὺ συνεσταλμένος καὶ προσεκτικός. Ἐνῶ τώρα, πλὴν σχολίων, εἰρωνειῶν καὶ καγχασμῶν εἰς βάρος τῶν ῥασοφόρων, ὁ πολὺς λαὸς ἀδιαφορεῖ καὶ τὰ σκάνδαλα καθημερινῶς πληθύνονται. Τίς ὁ ἐντόνως διαμαρτυρόμενος καὶ ὁ ἀγωνιζώμενος διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὡς περὶ ἱερᾶς καὶ θείας ὑποθέσεως;

* * *

Εἰς τὴν ἀδιαφορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ διὰ τὴν ἀνόρθωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνετέλεσαν καὶ συντελοῦν πολλοὶ παράγοντες, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα ἐδῶ μνημονεύομεν, τὸν καθʼ ἡμᾶς κυριώτερον. Ὅτι δηλαδὴ ὑπὸ εὐλαβῶν κηρύκων καὶ πνευματικῶν πατέρων, μὴ θελόντων διὰ τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἱερᾶς διακονίας των νὰ ἔλθουν εἰς σὐγκρουσιν μὲ παρανομοῦντας ἀρχιερεῖς καὶ νὰ ἐμπλακοῦν εἰς περιπέτειας καὶ ἀγῶνας, κατʼ αὐτοὺς ἀκάρπους, ἐκαλλιεργήθη μία περιδεὴς συνείδησις. Διʼ ὄνομα Θεοῦ! Μὴ τὰ βάζετε μὲ τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς. Δὲν εἴμεθα ἡμεῖς εἰς θέσιν νὰ τοὺς έλέγχωμεν. Θὰ τοὺς ἐλέγξη ὁ Θεός. Ἡμεῖς νὰ κοιτάξωμεν τὴν ψυχοῦλά μας. Εἶνε ἁμαρτία νὰ κρίνομεν τὸν κλῆρον… Αὐτὰ εἶνε ὅ,τι ἐχρειάζοντο οἱ ἅγιοι ἀρχιερεῖς διὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ δροῦν ἀσυδότως. Τὸ «εἰσπολλάτιον» (=Εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα!), κατʼ ἀείμνηστον διδάσκαλον τοῦ Γένους Δούκαν, κυριαρχῆσαν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας, ἐξακολουθεῖ καὶ εἰς τὸν μετὰ ταῦτα ἐλεύθερον βίον τῆς Ἑλλάδος νὰ ψάλλεται, μέχρις ἀηδίας, καὶ νὰ προσφέρεται ὡς ἄφθονος λιβανωτὸς κολακείας καὶ διʼ ἐκείνους ἀκόμη τοὺς ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι διὰ βοῶντα σκάνδαλα θὰ ἔπρεπε νʼ ἀκούουν κραυγὰς ἀποδοκιμασίας καὶ ἀναθέματα.
Διὰ τοῦτον ἔκπληξιν προὐκάλεσεν ἡ συγκέντρωσις πιστοῦ λαοῦ εἰς τὸ κινηματοθέατρον «Ἀκροπὸλ» τὴν 7ην Φεβρουαρίου. Εἶνε ἡ πρώτη φορὰ εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς ἔκαμε τόσον ζωηρῶς τὴν ἐμφάνισίν του καὶ ὕψωσε φωνὴν διαμαρτυρίας διὰ τὴν ἀθλίαν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν τῶν ἡμερῶν μας. Πρώτην φορὰν πιστοὶ ἀπέβαλον τὴν φοβίαν, μήπως λέγοντές τι κατὰ τῶν σκανδαλοποιῶν ἐκπροσώπων τῆς Θρησκείας τοῦ Ναζωραίου ἁμαρτήσουν θανασίμως καὶ κολάσουν τὴν ψυχήν των, ὡς ἐτρομοκράτουν αὐτοὺς οἱ ἀσυνείδητοι ἐκεῖνοι ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι, μὴ πιστεύοντες εἰς κόλασιν αἰώνιον, ἐν τούτοις χρησιμοποιοῦν τὴν ἰδέα τῆς κολάσεως ὡς μέσον διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιχειροῦν νʼ ἀφοπλίσουν τοὺς θέλοντας νʼ ἀγωνισθοῦν διὰ τὴν κάθαρσιν καὶ ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἴπομεν ὅτι δὲν πιστεύουν. Διότι, ἐὰν ἐπίστευον, οὐδέποτε θὰ ἐτόλμων νὰ διαπράξουν τοιαύτην ἀσχημίαν ὁποία εἶνε, κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ἡ διʼ εὐτελεῖς λόγους ἀπὸ μιᾶς Μητροπόλεως εἰς ἄλλην μεταπήδησις. Τί εἰρωνεία, τί ὑποκρισία, τὶ θεομπαιξία! Ὁ ἀδίστακτος εἰς τὸ νὰ τολμᾶ τὰς πλέον ἀντικανονικὰς καὶ παρανόμους πράξεις, νὰ ζητῆ νὰ ἐμβάλη φόβον καὶ τρόμον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν εὐλαβῶν διὰ νὰ μῆ ὑπερασπίσουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια ποὺ αὐτὸς ἀσυστόλως καταπατεῖ! Νὰ τρέμη ὁ πιστὸς νὰ φωνάξη τὸ «ἀνάξιος» διʼ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὡς βδελύγματα ἐρημώσεως νὰ σταθοῦν ἐν τοῖς ἱεροῖς θυσιαστηρίοις, καὶ οἱ ἀνάξιοι νὰ μὴ φοβοῦνται καὶ νὰ μὴ τρέμουν ἐγγίζοντες τὰ ἅγια! Ὄχι, χριστιανέ! Δὲν κολάζεσαι, ἀλλʼ ἁγιάζεσαι. Ἁγιάζεις τὸ στόμα σου, ὅταν φωνάζης δικαίως τὸ «ἀνάξιος», καὶ μὲ τὴν ἁγίαν σου αὐτὴν φωνὴν ζητῆς νʼ ἀπομακρύνης ἐκ τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας τοὺς μισθωτοὺς ποιμένας, τοὺς κλέπτας καὶ ληστάς, τοὺς χριστεμπόρους καὶ θεοκαπήλους, τοὺς βαρεῖς λύκους, οἱ ὁποῖοι ἐνσκήπτουν εἰς τὸ ποίμνιον διὰ νὰ κλέψουν, νὰ θύσουν καὶ νʼ ἀπολέσουν (ἰδὲ Ἰωάν. 10, 10).

* * *

Αὐτὴν τὴν φοβίαν, ἡ ὁποία ἐκαλλιεργεῖτο ἐκ διαφόρων πλευρῶν καὶ διὰ διαφόρους σκοπούς, διέλυσεν ἡ συγκέντρωσις τῆς 7ης Φεβρουαρίου. Τὰ συνθήματα ποὺ ἐρρίπτοντο πρὸς κάθαρσιν καὶ ἀναγέννησιν τῆς Ἐκκλησίας ἐγίνοντο δεκτὰ μὲ ὁμοβροντίαν φωνῶν καὶ χειροκροτημάτων. Καὶ ἄν κανένα ἄλλο ἀποτέλεσμα δὲν προήρχετο ἐκ τῆς συγκεντρώσεως ταύτης, καὶ μόνον τὸ γεγονός, ὅτι διελύθη ἐπὶ τέλους ἡ φοβία καὶ δημοσία ἐξεφράζετο πλέον ἐκφαντορικῶς ὅ,τι πρὶν εἰς κατʼ ἰδίαν συναντήσεις σιγανῆ τῆ φωνῆ συνεζητεῖτο ὡς μυστικός τις πόθος, φθάνει τοῦτο νὰ καταστήση τὴν συγκέντρωσιν ἱστορικήν. Τὸ δὲ ἄξιον ἰδιαιτέρας ἐξάρσεως εἶνε, ὅτι εἰς τὴν συγκέντρωσιν ταύτην προσῆλθον ὄχι μόνον χριστιανοὶ τῆς Πρωτευούσης, Πειραιῶς καὶ περιχώρων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἄλλων πόλεων τῆς Ἑλλάδος, ὡς Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Φλωρίνης, Γρεβενῶν, Γιαννιτσῶν, Κιλκίς, Κατερίνης, Λαρίσης, Βόλου καὶ Ἰωαννίνων, οἱ ὁποῖοι ἐν μέσω βαρυτάτου χειμῶνος δὲν ὑπελόγισαν ταλαιπωρίας ταξιδίου καὶ ἔξοδα, ἀλλʼ ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ ἀτομικῆς των ὑποθέσεως μετὰ πολλῆς προθυμίας κατῆλθον εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ ἥνωσαν τὰς ἁγνὰς φωνὰς τῆς ἐπαρχίας μὲ τὰς φωνὰς τῆς Πρωτευούσης. Τὸ πλῆθος συνεκινήθη ἐκ τῆς παρουσίας τῶν χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι ἀντεπροσώπευον διάφορα χριστιανικὰ σωματεῖα ἐπαρχιῶν. Ἀπεδείχθη ὅτι ὁ λαὸς ἤρχισε νὰ διεκδικῆ τὰ δικαιώματά του, καὶ ὅτι τὸ σύνθημα περὶ Ἐκκλησίας ἐλευθέρας καὶ ζώσης, ὡς ἠλεκτρικὸς σπινθῆρ διατρέχει πόλεις καὶ χωρία καὶ φθάνει μέχρι τῶν ἀκραίων σημείων τῆς Πατρίδος. Ἰδίως τὸ σύνθημα τοῦτο συγκινεῖ τὴν νέαν γενεάν, ἡ ὁποία, ἔχουσα ἔντονα δημοκρατικὰ φρονήματα, μὲ θλῖψιν καὶ ἀγανάκτησιν βλέπει ὄτι ἡ ἐλευθερία, ποὺ εἶνε καρπὸς τοῦ γνησίου θρησκευτικοῦ πνεύματος, στενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βαρὺ πέλμα μιᾶς δεσποτικῆς ἀπολυταρχίας. Ὅλοι ὅσοι συμμετέσχον εἰς τὴν ἀλησμόνητον αὐτὴν συγκέντρωσιν ἐξῆλθον ἀποφασισμένοι νʼ ἀγωνισθοῦν σπουδαιότερον διὰ τὴν διαγώτισιν τοῦ λαοῦ.
Ἀλλʼ ἐνῶ ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐχάρη καὶ ἐπεδοκίμασε τὴν δημοσίαν ἐκδήλωσιν τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους μέχρι χθὲς μεγαλόσχημοι δημοσιογράφοι κατηγόρουν ὅτι διὰ τῆς δειλίας καὶ σιωπῆς των καλύπτουν τὰ αἴσχη καὶ τὰ σκάνδαλα ἀθλίων ῥασοφόρων, μερικοὶ ἐστενοχωρήθησαν τρομερὰ διὰ τὴν ἐκδήλωσιν ταύτην, ποὺ δὲν τὴν ἐπερίμεναν, διότι συμφέρον ἔχουν ὁ λαὸς νὰ κοιμᾶται. Διατὶ ὁ λαὸς νὰ ἐξυπνήση; Διατὶ νὰ φωνάξη; Διατὶ νὰ συγκροτήση ἐκδήλωσιν καὶ νὰ φθάση μέχρι τῶν πυλῶν τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας; Διατὶ νὰ τολμήση νὰ ἐπιδώση ψήφισμα – καὶ τί ψήφισμα; – εἰς τὰς χεῖρας τοῦ γηραιοῦ Ἀρχιεπισκόπου; Ὅλα αὐτά, βλέπετε, συνιστοῦν ἔγκλημα καθοσιώσεως. Καὶ ἐπειδὴ οἱ λαϊκοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἡγήθησαν τῆς συγκεντρώσεως, εἶνε ἀσύλληπτοι ἀπὸ τὰ δίκτυα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, διὰ τοῦτο ὅλη ἡ μανία ἐστράφη ἐναντίον τοῦ ἱεροκήρυκος. Αὐτὸς πταίει διʼ ὅλα. Αὐτὸς πρέπει νὰ πληρώση διʼ ὅλα. Καὶ κάλαμος ἐβάφη καὶ βαρὺ κατηγορητήριον συνετάχθη περιέχον μεταξὺ τῶν ἄλλων καὸ τὸ ἐρώτημα, ἐὰν υἱοθετῆ τὸ ψήφισμα τὴς συγκεντρώσεως. Ἀπαντῶμεν δημοσία καὶ ἀπεριφράστως˙ Υἱοθετοῦμεν τὸ ψήφισμα, ἐπικροτοῦμεν ὅλον τὸ περιεχόμενόν του, καὶ μαζὺ μὲ τὰς χιλιάδας πιστοὺς τῆς συγκεντρώσεως, οἱ ὁποῖοι ὁμοφώνως καὶ διὰ ζωηρᾶς φωνῆς ἐνέκριναν τὸ ψήφισμα, ἤ καὶ μόνος, ἐν περιπτώσει… μετανοίας των, ποὺ δὲν φανταζόμεθα, ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνην. Διότι πίστις μου εἶνε ὅτι ἄν ἐτίθεντο εἰς ἐφαρμογὴν τὰ δέκα αἰτήματα τοῦ ψηφίσματος, θὰ ἤρχιζε νὰ ῥοδίζη ἡ αὐγὴ μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἀναγεννήσεως.
Χάριν τῶν ἀναγνωστῶν τῆς «Σπίθας» καὶ εὐρυτέρας διαδόσεως τῶν ἰδεῶν δημοσιεύομεν εἰς τὸ παρὸν φύλλον ὁλόκληρον τὸ ψήφισμα, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐγκλήματος. Καὶ πᾶς Ἕλλην καὶ πᾶσα Ἑλληνὶς ποὺ πονεῖ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν, ἄς τὸ ἀναγνώση μετὰ προσοχῆς καὶ ἄς κρίνη, ἐὰν διὰ τὸ ψήφισμα τοῦτο πρέπει νὰ ὑποστῶμεν τὴν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, τὴν καθαίρεσιν, καθὼς πονοῦν οἱ θανασίμως ἡμᾶς μισοῦντες ἰσχυροὶ ἀρχιερατικοὶ παράγοντες. Ἡ μάχη ἤρχισε. Καὶ ὁ οὐράνιος Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔστω μοι διὰ τῶν προσευχῶν τῶν φίλων βοηθός.

4219881

ΨΗΦΙΣΜΑ

Ἐν Ἀθήναις σήμερον τὴν 7ην Φεβρουαρίου 1965 ἡμέραν Κυριακὴν καὶ ὥραν 11ην π.μ. πιστὸς λαὸς Ἀθηνῶν, περιχώρων καὶ ἄλλων ἐπαρχιακῶν πόλεων κατόπιν προκηρύξεως ἐπιτροπῆς τῶν Νέων Θεολόγων συνῆλθεν εἰς τὸ κινηματοθέατρον «ΑΚΡΟΠΟΛ» (Ἱπποκράτους 9), ἤκουσε τῶν ὁμιλιτῶν, οἱ ὁποῖοι διεξετραγώδησαν τὴν ἀθλίαν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν τῶν ἡμερῶν μας, καὶ ἀπεφάσισεν ὅπως διὰ τοῦ παρόντος ψηφίσματος καταστήση κοινωνὸν τῆς ἀγωνίας του ὁλόκληρον τὸν εὐσεβῆ Ἑλληνικὸν λαόν.
Α΄) Ἐν τῆ συνελεύσει διεπιστώθη˙ Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις τῆς Πατρίδος μας εἶνε ἀθλία ἄνευ προηγουμένου. Τὸ ῥάσον, τὸ ὁποῖον ἄλλοτε ἀνέστησε καὶ ἐδόξασε τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, κατέπεσε καὶ καθημερινῶς καταπίπτει. Μορφωμένοι καὶ τίμιοι χαρακτῆρες ἀποφεύγουν νὰ περιβληθοῦν τὸ ῥάσον φοβούμενοι τὸν ὀνειδισμόν. Φρικτὰ σκάνδαλα κληρικῶν, καὶ δὴ καὶ ἀνωτάτων, συνεκλόνισαν τὸ Πανελλήνιον. Κρούσματα φιλαργυρίας κατʼ ἐνορίας καὶ ἐπισκοπάς, ἁρπαγαὶ καὶ πλεονεξίαι, τιμολόγια ἱεροπραξιῶν, περιφορὰ δίσκων, διαπληκτισμοὶ ἀθλίων ἱερέων καὶ περὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς τάφους τῶν προσφιλῶν νεκρῶν, διαθῆκαι ἀρχιερέων, ἀγρία πάλη πρὸς κατάληψιν μεγάλων καὶ πλουσίων Μητροπόλεων, πάντα ταῦτα καὶ ἄλλα ἀκόμη ἐμφανίζουν τὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ λαοῦ ὡς οἶκον ἐμπορίου καὶ σπήλαιον ληστῶν, διὰ τὴν ἐκκαθάρισιν τοῦ ὁποίου χρειάζεται φραγγέλιον. Οἱ κληρικοί, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, δὲν πιστεύουν πλέον εἰς τὴν ὑψηλὴν ἀποστολήν των. Ἀλλὰ κατήντησαν στυγνοὶ ἐπαγγελματίαι. Τὸ ἐπιτραχήλιον καὶ τὸ ὠμοφόριον ἔγιναν μέσα πλουτισμοῦ. Ἀπερίγραπτος ἀδιαφορία διὰ φλέγοντα θέματα πίστεως καὶ ἠθικῆς. Ἀδιαφορία διὰ τὰς πνευματικὰς καὶ ὑλικὰς ἀνάγκας τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Τίμιοι ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ὑψώνοντες φωνὴν διαμαρτυρίας διὰ τὰ σκάνδαλα παραγκωνίζονται καὶ τιμωροῦνται ὑπὸ ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, ἐνῶ φοβεροὶ σκανδαλοποιοί, καθὼς καὶ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι παραμένουν ἀτιμώρητοι. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τρέμει τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας. Νεκροθάπτας ὠνόμασαν τοὺς ἀρχιερεῖς ἐπίσημα χείλη καὶ τίποτε περισσότερον. Ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας κατήντησεν ἐπαγγελματικὸν σωματεῖον, κατώτερον πολλῶν ἄλλων συνδικαλιστικῶν σωματείων, εἰς τὰ ὁποῖα ἀκούονται ἐπὶ τέλους κάποτε φωναὶ διὰ πνευματικώτερα ζητήματα τοῦ τόπου. Ὠμὸς ὑλισμὸς ἐπικρατεῖ. 30 καὶ πλέον αἱρέσεις ἐπωφελούμεναι τῶν σκανδάλων καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν ποιμένων κάμνουν θραῦσιν ἐν μέσω τοῦ λαοῦ μας. Ὁ λαὸς ὁσημέραι καὶ ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ ποσοστὸν τῶν ἐκκλησιαζομένων κατῆλθεν εἰς τὸ 2%. Καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν ποιμαίνουν πλέον πρόβατα, ἀλλὰ ἀέρα.
Β΄) Τὴν ἀθλίαν ταύτην κατάστασιν διαπιστώνουσα ἡ συνέλευσις τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἐκφράζει τὴν ἀγωνίαν της, ὑψώνει ἔντονον φωνὴν διαμαρτυρίας ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ πρὸς θεραπείαν τῆς βαρύτατα νοσούσης Ἐπισήμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προτείνει τὰ ἐξῆς:
1) Ὁ εὐσεβὴς λαός, ὅστις κτίζει τοὺς ναοὺς καὶ τρέφει τὸν κλῆρον, νὰ ἐκλέγη τοὺς ἐπιτρόπους τῶν ναῶν καὶ διʼ ἀντιπροσώπων του νὰ λαμβάνη ὁπωσδήποτε μέρος εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν ποιμένων του, συμφώνως πρὸς τὴν κρατοῦσαν ἐν τῆ ἀρχαία Ἐκκλησία ἀποστολικὴν τάξιν, καθʼ ἥν οἱ ποιμένες ἐξελέγοντο «ψήφω κλήρου καὶ λαοῦ». Ὁ σημερινὸς τρόπος ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων ὑπὸ μόμνης τῆς Ἱεραρχίας, καὶ μάλιστα διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας, εἶνε πονηρότατος καὶ κακοηθέστατος.
2) Τὸ λαομίσητον καὶ θεοκατάρατον μεταθετόν, εἰς νέον εἶδος σιμωνίας καὶ εἰς καρκίνωμα τῆς Ἐκκλησίας ἐξελιχθέν, πρέπει νὰ ἀποκλεισθῆ τελείως, διʼ αὐστηρᾶς καὶ ἀμετακλήτου ἀποφάσεως τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς, ὥστε οὐδὲ σκέψις ἐπαναφορᾶς νὰ ἐπιτρέπεται εἰς τὸ μέλλον.
3) Νὰ ἀναδιοργανωθῆ ἐκ βάθρων ἡ ἐκκλησιαστικὴ δικαιοσύνη, διότι, ὅπως λειτουργεῖ αὕτη σήμερον, εἶνε παρωδία δικαιοσύνης καὶ αἶσχος διὰ τὸν πολιτισμὸν τῆς Πατρίδος μας.
4) Νὰ ἀναδιοργανωθῆ ἐκ βάθρων ἡ Ἀποστολ. Διακονία, ὥστε νὰ ἀποβῆ αὕτη ζῶν ὀργανισμὸς ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς.
5) Νὰ συνταχθῆ Καταστατικὸς Χάρτης ἐφημεριακοῦ κλήρου, ὥστε ὁ ἐφημέριος νὰ μὴ καταντᾶ ἄθυρμα εἰς τὰς χεῖρας ἀδίκου καὶ αἰσχρᾶς δεσποτοκρατίας, ἡ ὁποία εὐνοεῖ τοὺς ἀνικάνους καὶ τοὺς σκανδαλοποιούς, καὶ ἐξοντώνει τοὺς ἱκανοὺς καὶ εὐλαβεῖς. Ἄνευ τῆς προὑποθέσεως ταύτης οὐδέποτε θὰ ἀποκτήσωμεν ἐφημεριακὸν κλῆρον ἀντάξιον τῆς ἀποστολῆς του.
6) Νὰ καταργηθοῦν οἱ δίσκοι καὶ τὰ τιμολόγια τῶν ἱεροπραξιῶν, τὰ ὁποῖα ἔχουν κατασκανδαλίσει τὸν λαόν.
7) Νὰ ἐνεργηθῆ αὐστηρὸς ἔλεγχος εἰς τὰ ταμεῖα τῶν Μητροπόλεων, τῶν πλουσίων Μονῶν καὶ τῶν ἱερῶν Προσκυνημάτων, νὰ ἐρευνηθῆ ἡ οἰκονομικὴ κατάστασις τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν συγγενῶν αὐτῶν θεσπιζομένου καὶ διʼ αὐτοὺς τὸ «πόθεν ἔσχες», νὰ διοργανωθοῦν δὲ ἐπὶ ἐπιστημονικῶν βάσεων τὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατιθεμένης τῆς διαχειρίσεως αὐτῶν εἰς τιμίους καὶ ἐμπείρους περὶ τὰ λογιστικὰ λαϊκούς, ὥστε νὰ ἀξιοποιῆται καὶ ὀ τελευταῖος ὀβολὸς τῆς Ἐκκλησίας.
8) Νὰ περιορισθῆ ὁ ἀριθμὸς τῶν Μητροπόλεων, νὰ διαρρυθμισθοῦν τὰ ὅρια αὐτῶν.
9) Νὰ ἀποδοθῆ ὅλως ἰδιαιτέρα σημασία εἰς τὰς ἐπικειμένας ἐκλογὰς Μητροπολιτῶν καὶ νὰ τονισθῆ ὑπὸ τοῦ λαοῦ τῆς Πρωτευούσης καὶ τῶν ἐπαρχιῶν ὅτι ἀνίκανα καὶ διεφθαρμένα στοιχεῖα δὲν θὰ ἀνεχθῆ πλέον, ἀλλὰ καθὸ ἔχει Κανονικὸν δικαίωμα, καὶ δικαστικῶς ἐσχάτως ἀναγνωρισθέν, θὰ σείση τοὺς ναοὺς μὲ τὰ «Ἀνάξιος».
10) Νὰ ἐκδικασθῆ τὸ συντομώτερον ἡ τὸ Πανελλήνιον συνταράξασα ὑπόθεσις Παπανούτσου. Νὰ κληθοῦν ἀμέσως οἱ μηνυταὶ καὶ οἱ προταθέντες μάρτυρες, νὰ καταθέσουν ὅ,τι γνωρίζουν, καὶ ἄν μὲν ἐκ τῆς διεξαχθησομένης ἀμερολήπτου ἀνακρίσεως ἀποδειχθῆ ὅτι αἱ κατηγορίαι εἶνε συκοφαντικαί, νὰ τιμωρηθοὺν οἱ συκοφάνται, ἄν δὲ ἀποδειχθῆ ὅτι αἱ κατηγορίαι εἶνε ἀληθεῖς, νὰ διαγραφῆ ὁπωσδήποτε ἐκ τῶν μητρῶων τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος. Δηλοῦται δὲ ὅτι, ἐὰν συνεχισθῆ ἡ ἐγκληματικὴ σιωπὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὁ εὐσεβὴς λαός, βλέπων ὅτι οἱ Ἱεράρχαι ἔπαυσαν πλέον νὰ εἶνε φύλακες τῆς Πίστεως, ἀλλʼ ἀσχολοῦνται περὶ μικρὰ καὶ ἀνάξια, καὶ συναλλάσονται αἰσχρῶς διὰ τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ ἐπαράτου μεταθετοῦ, θὰ συγκροτήση μέγα συλλαλητήριον, καὶ κατὰ τὸ 114ον ἄρθρον τοῦ Συντάγματος θὰ ἀναλάβη ὁ ἴδιος ὁ λαὸς τὴν ὑπεράσπισιν τῆς Πίστεως καὶ θὰ ἐπιδιώξη τὴν κάθαρσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἀπίστων καὶ διεφθαρμένων Ἱεραρχῶν, κυριωτέρας αἰτίας τῆς κακοδαιμονίας τοῦ Ἔθνους μας.

Τὸ παρὸν ψήφισμα ὁμοφώνως γενόμενον δεκτὸν ὡρίσθη νὰ ἐπιδοθῆ ὑπὸ Ἐπιτροπῆς εἰς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν ὡς Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νὰ ὑποβληθῆ εἰς τὸν Ἐξοχώτατον Πρωθυπουργὸν τῆς χώρας, νὰ ἀποσταλῆ εἰς τοὺς βουλευτάς, καὶ νὰ δοθῆ πρὸς δημοσίευσιν εἰς ὅλον τὸν ἡμερήσιον καὶ περιοδικῶν τύπον Ἀθηνῶν καὶ Ἐπαρχιῶν, μὲ τὴν παράκλησιν ὅπως ζωηρῶς ὑποστηρίξη οὗτος τὰ ἐν αὐτῶ περιεχόμενα αἰτήματα πρὸς ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπιτροπὴ Ἀγῶνος Νέων Θεολόγων

Ὁ Πρόεδρος Ὁ Γεν. Γραμματεὺς
ΣΕΡΑΦ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΣ

date

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑ ΕΘΝΗ – Τι; Να σε ονομασω τωρα Χριστιανο; Αλλα Χριστιανος ειναι ονομα τιμημενο, υπουργημα μεγαλο, αποστολη υψιστη. Χριστιανος = ακολουθος του Κυριου ημων Ιησου Χριστου μεχρι θανατου. Ο Χριστιανος Αρχηγο εχει τον Χριστο. Απ’ Αυτον λαμβανει διαταγας, απο αυτον εξαρταται και κατευθυνεται

 

+ΕΣΤΙΑ+

Γραπτο κήρυγμα της Κατοχῆς
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὺγουστίνου Καντιώτου, ὰριθ. φυλλ. 15/1945

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑ ΕΘΝΗ

Σε ερωτά. Εις ποίαν θρησκείαν ανήκεις; Άθεος δεν πιστεύω να είσαι. Μόνον παράφρονες ημπορούν να είπουν, Θεός δεν υπάρχει. Συ πιστεύεις, ότι υπάρχει κάποια ανωτέρα Δύναμις. Λέγεις, ότι ανήκεις εις την Χριστιανικήν θρησκείαν, εκτελείς κάποτε – κάποτε τυπικώς μερικά θρησκευτικά καθήκοντα, εμφανίζεσαι ως κομμήτης τρεις ή τέσσερες φοράς τον χρόνον εις την εκκλησίαν, και αρέσκεσαι να ακούης τον Ακάθηστον Ύμνον, το τροπάριον της Κασσιανής, Επιτάφειον Θρήνον, το «Χριστός ανέστη»!
Τι; Να σε ονομάσω τώρα Χριστιανόν; Αλλά Χριστιανός είναι όνομα τιμημένον, υπούργημα μεγάλο, αποστολή υψίστη. Χριστιανός = ακόλουθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός αρχηγόν έχει τον Χριστόν. Απ’ αυτόν λαμβάνει διαταγάς, από αυτόν εξαρτάται και κατευθύνεται.
Αλλ’ οι περισσότεροι που λέγονται σήμερον Χριστιανοί, τον Χριστόν ή τον αγνοούν ή τον έχουν τρομερά παρεξηγήσει και έχουν πλάσει έναν ιδικόν των Χριστόν σύμφωνα με τας επιθυμίας των, ή και το χειρότερον τον έχουν προδώσει. Ναι, τον αγνοούν. Ποιος είναι ο Χριστός; Ποια είναι η διδασκαλία του; Ποια τα έργα του; Δεν ηθέλησαν να το μάθουν. Δεν ήνοιξαν ποτέ το Ευαγγέλιον, την αγίαν Γραφήν, όπου εις κάθε σελίδα της ακτινοβολεί το πρόσωπον του Ιησού. Δυστυχώς οι άνθρωποι του αιώνος τούτου εφρόντισαν και έμαθαν πολλά πράγματα, εμπλούτισαν τον εγκέφαλόν των με γνώσεις, ως επί το πλείστον αχρήστους, προσεκολλήθησαν σαν στρείδια εις διάφορα συστήματα, αλλ’ έχουν μεσάνυκτα ως προς την γνώσιν του Χριστού. Αγνοούν τα στοιχεία της Χριστιανική πίστεως, δεν γνωρίζουν καν το αλφαβητάριον του Χριστιανισμού. Απλούσταται ερωτήσεις γύρω από την θρησκείαν μένουν σήμερον αναπάντητοι όχι από τον λαόν μας – αυτός κάτι γνωρίζει και εφαρμόζει από την πίστιν μας – αλλά απ’ εκείνους που έχουν την αξίωσιν ότι είναι αι μορφωμέναι και ηγέτιδες τάξεις της κοινωνίας. Τόση είναι η άγνοιά των, ώστε αποδίδουν εις τον Χριστόν διδασκαλίας που ποτέ του δεν είπε, όπως π.χ. το «Πίστευε και μη ερεύνα». Ώ, εάν κάθε πρωί εδιάβαζαν από 5 μόνον στίχους του Ευαγγελίου! Εάν προσπαθούσαν να εμβαθύνουν εις λόγια του Χριστού μας, θα έβλεπαν ότι ασφαλέστερος οδηγός μέσα εις τον σάλον της σημερινής ζωής δεν ημπορεί να είναι άλλος από τον Χριστόν.

Τι πρέπει να πράξουν, τι πρέπει μάλλον να πράξωμεν όλοι μας; Να γνωρίσωμεν τον Χριστόν, να μελετήσωμεν τον βίον του, να μάθωμεν οποία είναι η διδασκαλία του. Όχι απλώς να λάβωμεν μιαν επιπόλαιαν γνώσιν, αλλά να εμβαθύνωμεν εις το πνεύμα της διδασκαλίας του. Και αφού πεισθώμεν, και δεν ημπορούμεν παρά να πεισθώμεν – εάν είμεθα ειλικρινείς φίλοι της Αληθείας – ότι ωραιοτέρα διδασκαλία εις τον κόσμον δεν ηκούσθη, ούτε θα ακουσθή από την διδασκαλίαν του Θεανθρώπου, τότε να λάβωμεν ηρωικάς αποφάσεις. Ν’ ανακηρύξωμεν όλοι των Χριστόν ως αρχηγόν της ζωής μας, να πειθαρχήσωμεν εις αυτόν, να εφαρμόσωμεν ο καθένας εις τον κύκλον του τα θεία ρήματά του, να βαπτίσωμεν μέσα εις την κολυμβήθραν της χριστιανικής πίστεως όλα μας τα φρονήματα και όλα μας τα συστήματα, ώστε να εξέλθουν από την κολυμβήθραν αυτήν ως νέαι ιδέαι απηλλαγμέναι από κάθε επήρειαν του κακοποιού πνεύματος που μολύνει τους πάντας και τα πάντα.
Πίστις, λοιπόν, εφαρμογή, ομολογία χρειάζεται, δια να σωθώμεν. ΠΙΣΤΙΣ! Να πιστεύσωμεν εσωτερικώς, να γίνη πεποίθησίς μας ακράδαντος, την οποίαν να μην ημπορή να κλονίση καμμία δύναμις, ότι ο Χριστός είναι «η οδός και η αλήθεις και η ζωή» (Ιωάν. 14, 6) και ότι έξω από τον Χριστόν η ζωή του ανθρώπου χάνει το νόημά της, εκφυλίζεται και καταστρέφεται.
Και αφού πιστεύσωμεν ότι ο Χριστός είναι ο αρχηγός μας, ο άριστος οδηγός, ο οποίος με τον μίτον της πίστεως θα μας βγάλη από τον λαβύρινθον της σημερινής υλιστικής και αθέου ζωής, πρέπει να καταβάλωμεν καθημερινώς προσπάθειαν, δια της εφαρμογής των θείων εντολών, να γίνη ο καθένας μας ένας μικρός αλλά κρυστάλλινος καθρέπτης του Χριστού.
Και εάν πιστεύσωμεν και εκτελώμεν ό,τι διδάσκει ο Χριστός, τότε έχομεν ένα άλλο καθήκον, να ομολογήσωμεν την πίστιν μας, να κηρύξωμεν παντού όπου ευρεθώμεν (εις το σπίτι ο οικογενειάρχης, εις το σχολείον ο διδάσκαλος, εις το δικαστήριον ο δικαστής, εις την εκκλησίαν ο ιερεύς και του μικροτέρου χωριού, όλοι μας εις κάθε συναναστροφήν, να κηρύξωμεν με άγιον ενθουσιασμόν και θάρρος, ότι το μόνον φάρμακον που θα θεραπεύση την ανθρωπότητα είναι η διδασκαλία του Ιησού Χριστού).

Ιδού ο προορισμός σου, Χριστιανέ αδελφέ μου! Όπως λέγει αρχαίος διδάσκαλος του ευαγγελίου, τρια πράγματα αναδεικνύουν τον Χριστόν. Η γνώσις του θελήματος του Χριστού, το ένα. Η εφαρμογή του το δεύτερον. Η διάδοσίς του τρίτον. Σύνθημά μας λοιπόν ας γίνη: ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΧΕΙΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΘΝΗ. Ας ακούσουν βουνά, λαγκάδια και νησιά. Ας αστράψη όλη η γη από το άγιον φως της πίστεως, ότι «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός αμήν» (ύμνος θ. λειτουργίας πρβλ. Φιλιπ. 2, 11).
Χριστιανέ, μη κοιμάσαι! Από σε ο κόσμος ζητεί φως, το άγιον φως του Χριστού. Αυτό θα διαλύση τα πυκνά σκοτάδια της σημερινής ανθρωπότητος και θα σώση τον κόσμον.

(Ανεδημοσιεύθη εις «Σπίθα» φ. 575/Ιούνιος – Ιούλιος 2000, σελ. 1, 6)

    

You

Κυριακὴ τῶν ἁγ. Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκ. Συν. 14 Ἰουλίου 2019 ἑσπέρας Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου Φλογερα, αλλα και σφενδoνη

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ. ΠΑΙΖΟΥΝ ΦΛΟΓΕΡΑ ΟΤΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΣΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ-ΒΟΣΚΟΙ ΛΥΚΟΙ! Αυτοι κατα τον αποστο­λο Παυλο ειναι οι φοβερωτεροι εχθροι της Εκ­κλη­σιας, δεν «φειδονται του ποιμνιου» (Πραξ. 20,29). Κολακευουν & κολακευ­ονται. Βλεπουν αδικιες & εγκληματα, & τα προσπερνουν. Ενα θρησκευτικο ψεμα επιπλεει επανω στην κοινωνικη αβυσσο.


(Πρὶν ἀπὸ 70 σχεδὸν χρόνια ὁ π. Αὐγουστῖνος κήρυττε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λαό, καὶ στοὺς συναδέλφους του ἱεροκήρυκες. Εἶχε νὰ πῇ καὶ σ᾽ αὐτοὺς σοβαρὰ πράγματα. Ἂς τὸν ἀκούσουμε)ΟΙ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΙ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΝ

τραγ. μασονων«…Ἀκούγονται, ἀγαπητοί μου, κουδουνί­σματα προβάτων καὶ φλογέρα βοσκοῦ νὰ παίζῃ γλυκά. Οἱ Ἕλληνες ἔκαναν τὸν ἦχο της σῆμα τοῦ ῥαδιοφωνικοῦ σταθμοῦ· στὸ ἄκου­σμά της ἡ φαντασία πετᾷ στὴν Πίνδο, ἀλ­λὰ καὶ στὴ Βηθλεὲμ ὅπου ἀντήχησε τὸ «Δόξα ἐν ὑ­­ψί­στοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14). Ὅταν ὅμως ἐμφανισθῇ λύκος, ὁ βοσκὸς ἀ­φήνει τὴ φλογέρα, παίρνει σφεντόνα, ῥίχνει πέτρες, καὶ μόνο ὅταν ὁ λύκος ἀ­πομακρυν­θῇ τότε ξαναπιάνει τὴ φλογέρα. Ἀλ­λοίμο­νο ἂν ὁ βοσκὸς εἶχε μόνο φλογέρα. Οἱ λύκοι δὲν φεύγουν μὲ φλογέρα, θὰ τοῦ φᾶνε τὰ πρόβατα. Ὑπάρχει βοσκός, ποὺ παίζει φλογέρα τὴν ὥρα ποὺ χρειάζονται σφεν­τόνες καὶ ῥόπαλα;

* * *

Οἱ βοσκοὶ εἶνε εἰκόνα τῶν κληρικῶν καὶ τῶν ἱεροκηρύκων, ποὺ ἔχουν ἀναλάβει τὴ μέριμνα γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Κρατοῦν φλογέρα, μιλοῦν δηλαδὴ ἥ­συχα, περιγράφουν τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς ἢ τὴν ἀ­σχημία τῆς ἁμαρτίας. Σὲ καιρὸ εἰρήνης ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς κατηγορήσῃ; Ἀλλ᾽ ἐνῷ παίζουν τὴ φλογέρα τους νά καὶ παρουσιάζονται λύκοι· λύκοι πεινασμένοι, αἱμοβόροι, ἀραβικοὶ ὅ­πως λέει ὁ προφήτης (βλ. Ἀββ. 1,8), λύκοι διαφό­ρων χρωμάτων καὶ προελεύσεων. Καὶ τέτοιοι εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ μὲ διαφόρους τρόπους βλάπτουν σωματικὰ ἢ πνευματικὰ τὸ λαό. Νάτους· ὁ ἕ­νας συντηρεῖ κακόφημα σπίτια, ὁ ἄλ­λος χαρτο­παικτικὲς λέσχες, ὁ τρίτος κινηματογράφο καὶ μὲ κακὲς ταινίες καταστρέφει παιδιά, ποὺ τὰ κόκκαλά τους θὰ «διασκορπιστοῦν παρὰ τὸν ᾅδην» (Ψαλμ. 140,7), ὁ ἄλλος ἐκμεταλλεύεται ἐρ­­γάτες, ὁ ἄλλος ὀργανώνει καλλι­στεῖα, ὁ ἄλ­λος ἐκδίδει αἰσχρὰ περιοδικά, ὁ ἄλ­λος σκορπάει προσηλυτιστικὰ ἔντυπα διαφόρων αἱρέσεων. «Λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. 20,29), ἀλλὰ προ­βατόσχημοι· ξέρουν νὰ ὑποκρίνωνται κ᾽ ἐξαπατοῦν.
Κακὸ ἕνας λύκος νὰ ὑποδύεται τὸ πρόβατο· μὰ τὸ χειρότερο εἶνε, ὅταν ἕνας ποιμένας τῶν προ­βάτων γίνεται λύκος! Τέτοιοι λύκοι εἶ­νε οἱ ποιμένες ἐ­κεῖνοι ποὺ ὄχι «διὰ τῆς θύρας» (Ἰω. 10,1-2) ἀλ­λὰ μὲ ποικίλα ἄτιμα μέσα κατώρθωσαν νὰ καταλάβουν ἀξιώματα στὴν ἐκκλησία καὶ τὴν πο­λιτεία. Κάνεις τὸ λύκο βοσκὸ καὶ περιμένεις προ­κοπή; Βοσκοὶ λύκοι! αὐτοὶ κατὰ τὸν ἀπόστο­λο Παῦλο εἶνε οἱ φοβερώτεροι ἐχθροὶ τῆς Ἐκ­κλη­σίας, δὲν «φείδονται τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20,29). Ὁ Δαυῒδ τοὺς ζωγραφίζει (βλ. Ψαλμ. 9,26-33) καὶ πα­ρακα­λεῖ τὸ Θεὸ νὰ προστατεύῃ τοὺς φτωχοὺς ἀπ᾽ αὐ­τούς· «Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός, …μὴ ἐπι­λάθῃ τῶν πενή­των» (ἔ.ἀ. 9,33). Ἡ ἀθεόφοβη ἀριστο­κρατία εἶνε ὁ μεγάλος κίνδυνος μιᾶς χώρας, γιὰ τὴν ὁ­ποία ὁ προφήτης θὰ ἔλεγε· «Οἱ ἄρ­χον­­­τες αὐ­τῆς ἐν μέ­σῳ αὐτῆς ὡς λύκοι ἁρπάζον­τες ἁρπά­γματα τοῦ ἐκ­χέαι αἷμα, ὅπως πλε­ονεξίᾳ πλεονεκτῶσι» (Ἰεζ. 22,27).
Ὅλες αὐτὲς τὶς ἀδικίες, τὶς δημόσιες προσ­­βολὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου, πρέπει νὰ τὶς καυτη­ριάζουν οἱ κήρυκες τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν χρέος νὰ ἐ­λέγχουν τοὺς δρᾶστες τοῦ κακοῦ σύμφω­να μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸν Τιμόθεο· «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάν­των ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (Α΄ Τιμ. 5,20). Ἀκοῦτε; δὲν λέει «τὴν ἁμαρτίαν», λέει «τοὺς ἁμαρτάνοντας», αὐτοὺς ποὺ ἁρπάζουν τὰ πρόβατα. –Μὰ ἡ φλογέρα εἶνε εὐχάριστη, ἀ­παντοῦν οἱ κήρυκες, πῶς νὰ τὴν ἀφήσουμε;…
Ἀκοῦστε λοιπὸν ὄχι ἐμένα ἀλλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Καυτηρίαζε τοὺς πλεονέκτες ποὺ ἄφηναν γυμνὸ τὸ φτωχὸ μέσ᾽ στὸ χιονιᾶ. Κ᾽ ἐ­­πειδὴ καταλάβαινε ὅτι δυσαρεστοῦνται, εἶπε· Ξέρω ὅτι σᾶς στενοχωρῶ· ἀλλ᾽ οὔτε ἐγώ, πιστέ­ψτε με, ἀρέσκομαι νὰ ἐλέγχω. Θὰ μοῦ ἄρεσε νὰ μιλῶ γιὰ εὐχάριστα θέματα, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ τὸ ψαλμικὸ «Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με» (Ψαλμ. 22,2). Ἀλλὰ ὅταν ἔχω ἕνα κατάδικο μελλοθά­νατο, δὲν μπορῶ νὰ τοῦ μιλάω γιὰ τιμὲς καὶ ἀ­­ξιώματα· ἐπείγει νὰ φροντίσω πρῶτα ν᾽ ἀ­παλλα­γῇ ἀπὸ τὴν καταδίκη, καὶ μετὰ τὰ ἄλλα· τὸ ἴδιο καὶ στὸν ἄρρωστο ποὺ ἔχει πυρετὸ αὐτὸ ποὺ πρωτεύει εἶνε, ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾽ τὴν ἀρρώστια· κ᾽ ἐγὼ μὲ τὸν ἔλεγχό μου ἑτοιμάζω φάρμακα γιὰ νὰ θεραπευθῇ. Ναί, ὁ σκλη­ρὸς ἐ­λεγκτικὸς λόγος διορθώνει ψυχές. Προτιμότερο νὰ καῇς προσωρινὰ ἀπ᾽ τοὺς ἐλέγχους μου παρὰ νὰ καίγεσαι αἰωνίως ἀπ᾽ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.
Ἄλλοτε πάλι ὁ ἱερὸς πατήρ, ἐνῷ ἑρμήνευε τὸν ὕμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ…» (Ἠσ. 6,3), διακόπτει τὴν ἐποικοδομητικὴ ἐκείνη ὁ­μιλία καὶ ἀσκεῖ ἔλεγχο ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων ποὺ τάραζαν τὴν εἰρήνη τοῦ ποιμνίου.
Καὶ ἄλλοτε λέει τὰ ἑξῆς. Ὅσο δὲν μᾶς ἐνωχλοῦσε κανένας, δὲν μιλούσαμε ἐπιθετικά· τώρα ὅμως, ποὺ «λύκοι βαρεῖς» ζητοῦν νὰ πα­ραπλανήσουν τὰ πρόβατά μας, εἴμαστε ὑ­ποχρεωμένοι ν᾽ ἀφήσουμε τὸν ἥσυχο λόγο καὶ ν᾽ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τῶν αἱρετικῶν, γιὰ νὰ μὴν πάρουν οὔτε ἕνα πρόβατο τῆς μάνδρας μας. Ὁ Χρυσόστομος καὶ τὴ φλογέρα ἔπαιζε ὑπέροχα, ἀλλὰ καὶ τὴ σφενδόνη χρησιμοποιοῦσε γενναῖα. Κανό­νας του ἦταν· ὅ­ποιος καταπα­τᾷ δημοσίως τὸ νόμο τῆς Ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζει τὸ λαό, πρέπει νὰ ἐλέγχεται. Δὲν χαριζόταν σὲ κανένα. Ὅταν αὐλοκόλακες ἔστησαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἄγαλμα τῆς αὐ­τοκράτειρας Εὐδοξίας κ᾽ οἱ φω­νές τους ἔφταναν ὣς τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἤ­λεγ­ξε γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκείνους καὶ τὴ βασίλισσα.
Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦσαν τὸν ἐλεγκτικὸ λόγο γιὰ ἄρχοντες· καὶ ἔχασαν ἄμβωνες καὶ θρόνους, καὶ πέθαναν σὲ φυλακὲς καὶ ἐξορίες. Ἐμεῖς τώ­ρα ξέρουμε νὰ ἐγκωμιάζουμε τοὺς πατέρες, ἀλλὰ δὲν τοὺς μι­μούμεθα. Κι ὁ λαὸς ἐνδομύχως γελάει εἰς βάρος μας. Δὲν ἐλέγχουμε τὸν ἕνα γιατὶ ἔχει ἀ­ξίωμα, τὸν ἄλλο γιατὶ εἶνε πλού­σιος, τὸν ἄλλο γιατὶ εἶνε φίλος, τὸν ἄλλο γιατὶ κινδυνεύουν τὰ συμφέροντά μας… Ἕνας ἐ­φάμαρτος μη-μου­-­απτισμὸς ἐπικρατεῖ. Κολακεύουμε καὶ κολακευ­όμεθα. Βλέπουμε ἀδικίες καὶ ἐγκλήματα, καὶ τὰ προσπερνοῦμε ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς γνωστῆς παραβολῆς (βλ. Λουκ. 10,30-35), Καμμία εἰλικρίνεια· ὑποκρισία βασιλεύει στὶς σχέσεις κλή­ρου καὶ λαοῦ, οἱ ὑφιστάμενοι ἐξαν­τλοῦνται σὲ ἐ­μετικὲς κολακεῖες. Ἀκοῦς καὶ ὀνομάζουν ἀπὸ ἄμβωνος σοφὸ τὸν ἄσοφο, ἐλεήμονα τὸ φιλάρ­γυ­ρο, εὐσεβῆ τὸν ἀσεβῆ, φύλακα τῆς Ὀρθοδο­ξί­ας τὸ νεωτεριστή· ἕνα θρησκευτικὸ ψέμα ἐ­πιπλέει ἐπάνω στὴν κοινωνικὴ ἄβυσσο.

* * *

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, θεολόγοι καὶ ἱεροκή­ρυκες! ἀφῆστε γιὰ λίγο τὶς φλογέρες καὶ πάρτε τὶς σφεντόνες, κηρύξτε ἐλεγ­κτικά. –Ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν εἴμαστε Χρυσόστομοι, εἴμαστε ἀ­δύ­νατοι… Δὲν διαβάσατε ὅμως πῶς ὁ Δαυῒδ νί­κησε τὸ Γολιάθ; ἔρριξε κάτω τὸ γίγαντα μὲ ἕ­ναν ἀπ᾽ τοὺς πέντε λίθους ποὺ πῆρε ἀπ᾽ τὸ χεί­μαρρο (βλ. Α΄ Βασ. 17,40-49). Τὴ σφενδόνη καὶ τοὺς πέν­τε λίθους ἄφησε ὡς σύμβολο ὁ Δαυῒδ στοὺς ἀ­γω­νιστάς. Ἀν­τὶ τῶν πέντε λίθων εἶνε οἱ «πέν­τε λόγοι» (Α΄ Κορ. 14,19), ποὺ ἤθελε νὰ πῇ στοὺς Χρι­στιανοὺς ὁ Παῦλος καὶ τοὺς ἑρμήνευσε ὁ Νικηφόρος Θεο­τόκης. Τοὺς χρησιμοποιήσαμε; Ἂν χρησιμοποι­ούσαμε τὴν ἁπλῆ καὶ οὐσιώδη ἐ­λεγκτικὴ διδα­σκαλία, θὰ βλέπαμε συγχρόνους Γολιὰθ θὰ νικιῶνται. Δὲν ὑ­πάρχει κακὸ ποὺ νὰ μὴν τὸ νικᾷ ἡ πίστις, ἡ ὁ­­ποία καὶ βουνὰ σηκώνει καὶ τὰ ῥίχνει στὴ θάλασσα κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου (βλ. Ματθ. 21,21. Μᾶρκ. 11,23).
Καιρὸς σφενδόνης τώρα, ἀδελφοί μου. Ὑ­πάρχουν πολλὲς φλογέρες στὴν Ἐκκλησία, λεί­πουν ὅμως σφεντόνες, κηρύγματα Φλαμιά­του καὶ Παπουλάκου, κηρύκων μὲ ἀπόφασι θα­νάτου. Τὰ κηρύγματα αὐτὰ δυσ­τυχῶς δὲν ἐκ­τι­μῶνται ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἐκκλησία. Οἱ λύκοι τρῶ­νε τὰ πρόβατα κ᾽ ἐμεῖς φλοῦ – φλοῦ παίζουμε τὴ φλο­γερίτσα μας. Ἔτσι ἀγωνίστηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες; Τί λέει ὁ ὑμνογράφος γι᾽ αὐτούς· «Ὅλην συλλεξάμενοι ποιμαντικὴν ἐπιστήμην καὶ θυ­μὸν κινήσαντες νῦν τὸν δικαιότατον ἐν­δικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος ἐκ­σφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πλη­ρώματος…» (αἶν. ἁγ. Πατ.). Ἂν παρ᾽ ὅλα αὐτὰ οἱ ἱεροκή­ρυκές μας ἐξ­ακολουθοῦν νὰ παίζουν φλογέρα, τότε ἕνας βο­σκὸς τῆς Πίνδου θὰ εἶνε κατήγορός μας ἐν ἡ­μέρᾳ κρίσεως. Διότι «καιρὸς παντὶ πράγματι» (Ἐκκλ. 3,1). Καλὴ ἡ φλογέρα ἐν καιρῷ εἰρήνης· ἀλ­λὰ τὸ νὰ παίζῃς φλογέρα σὲ καιρὸ μάχης, τότε ποὺ κατὰ τὸν προφήτη πρέ­πει καὶ «ὁ πραῢς νὰ γίνῃ μαχητής» (Ἰωὴλ 4,11), κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποτρέπῃς καὶ τοὺς ἄλ­λους νὰ πάρουν σφενδόνη καὶ νὰ τοὺς κατη­γορῇς ὡς τρελλούς, αὐτὸ ἀποτε­λεῖ πρᾶξι ποὺ ἀποφεύγω νὰ τὴ χαρακτηρίσω.
Ἀρκετὰ τὰ φλοῦ-φλοῦ· τώρα εἶνε καιρὸς γιὰ σφεντόνα Δαυῒδ μὲ πέντε λίθους. Τοὺς ἔχουμε; θὰ νικήσουμε· δὲν τοὺς ἔχουμε, δὲν μᾶς σῴ­ζουν οἱ φλογέρες ποὺ παίζουν σὲ αὐ­λὲς ἀρχι­ερέων, ἱερατικῶν καὶ θεολογικῶν σχολῶν, θρη­σκευτικῶν συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα ἄρθρου ποὺ δημοσιεύθηκε πρὶν ἀπὸ 67 χρόνια στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (Κοζάνη, φ. 136/Νοέμβριος 1952) καὶ περιελήφθη στὰ βιβλία «Σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ἀθῆναι 1953, σ. 217) καὶ «Ὁ ἔλεγχος» (Ἀθῆναι 1983, σ. 24) 28-11-2018.