Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ -...

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2326

Καλλιστεια στο Πασαλιμανι – Η δικη

(†) Ἀντώνη Π. Ἰωαννίδη

Τὸ 1953 προηγήθηκε ἀρχικὰ ἕνας προκριματικὸς διαγωνισμὸς τῶν εἰδωλολατρικῶν καλλιστείων στὸ «Ρέξ» τῶν Ἀθηνῶν μὲ ἀποδοκιμασίες τῶν πιστῶν ἔξω ἀπὸ τὸ κινηματοθέατρο. Ἔπειτα, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου 27 πρὸς Κυριακὴ 28 Ἰουνίου, ἔγινε ἡ κυρίως τελετὴ τῶν καλλιστείων στὸ παραθαλάσσιο κέντρο διασκεδάσεως «Ἀρζεντίνα» στὸ Καλαμάκι – Ἀθηνῶν, ὅπως εἴδαμε ἤδη. Αὐτὴ ἦταν ἡ κεντρικὴ καὶ ἐναρκτήρια ἐκδήλωσι μὲ δρακόντεια μέτρα ἀσφαλείας. Κατόπιν ἀκολούθησαν ἄλλες τέτοιες ἐκδηλώσεις σὲ συνοικίες, ὅπως ἡ ἀκόλου­θη. Στὶς 29 Αὐγούστου δηλαδή, Σάββατο βράδυ πρὸς Κυριακὴ 30 Αὐγούστου, θὰ γίνονταν καλλιστεῖα στὸν κινηματογράφο «Παλλὰς» στὸ Πασαλιμάνι τοῦ Πειραιῶς. Οἱ διαμαρτυρίες ἐπαναλήφθηκαν καὶ ἐδῶ ἀπὸ ἐργαζόμενα παλληκάρια τοῦ Πειραιῶς, ποὺ συνελήφθησαν καὶ μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες, τὸν Ὀκτώβριο, γινόταν ἡ δίκη τους, γιὰ τὴν ὁποία ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔγραψε ἄλλο ἄρθρο στὴ «Σπίθα»)

Ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος πονοῦσε γιὰ τὴν ἐκ­μετάλλευσι τῶν ἀνθρώπων καὶ εἰ­δικὰ τῶν γυναικῶν. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἄρ­χιζαν νὰ καθιερώ­νωνται τὰ καλλιστεῖα. Ὁ Γέροντας τὰ ὠ­νόμαζε «ἐμπόριο λευκῆς σαρκός», καὶ ἄρχισε τὰ πύ­ρινα κηρύγματα γιὰ τὴν ἀφύπνισι τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴ δρᾶσι μέσῳ συλλαλητηρίων γιὰ τὴ ματαίωσι τῶν καλλιστείων.

Περνώντας ὁ καιρὸς τὰ καλλιστεῖα φούν­τωσαν καὶ ὁ ἀγώνας ἄρχισε μὲ παλμό. Ἐγὼ ἤ­μουν ἐργένης, δὲν μὲ περίμενε κανείς. Μποροῦσα νὰ συμμετέχω σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες.
Συνεχίζαμε, λοιπόν, τοὺς ἀγῶνες ἐνάντια στὰ καλλιστεῖα.

* * *

Θυμᾶμαι συγκεκριμένα γιὰ τὰ καλλιστεῖα ποὺ θὰ γίνονταν στὸ παραθαλάσσιο κέντρο «Ἀρ­ζεντίνα». Στὶς διαμαρτυρίες συμμετεῖχε πλῆθος λαοῦ, γι᾽ αὐτὸ ἡ κυβέρνησι ἔλαβε σκλη­ρὰ μέτρα. Ἂς σημειωθῇ, ὅτι τὰ καλλιστεῖα θὰ τὰ παρακολου­θοῦσε ὁ πρωθυπουργὸς τῆς χώρας Κων/νος Καραμανλῆς. Ἡ κυβέρνησι, φοβούμενη τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ἐπιστράτευσε ἀστυνομία, στρατό, καὶ τὸ πολεμι­κὸ ναυτικὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν καλλιστείων. Ὁ λαὸς ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν Γέροντα ἦταν χιλιάδες. Ἔγιναν μεγάλες ἐπιθέσεις, φασαρίες καὶ συλλήψεις. Πρῶτος ὅμως μεταξὺ τῶν κρατουμένων ὁ πα­τὴρ Αὐγουστῖνος.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ χρονογράφος Δημήτρης Ψαθᾶς ἔγραψε στὸν Καραμανλῆ·
Εἶναι φοβερό· κατέβασες τὴν ἀστυνομία, τὸ ναυτικὸ καὶ τὸ στρατό· μόνο τὴν ἀεροπορία δὲν κατέβασες…
Ὡστόσο, παρὰ τοὺς ἀγῶνες μας, ἐκεῖ­νοι συ­νέχιζαν.

* * *

Εἶχαν βγάλει διαφημίσεις γιὰ νὰ ἐκλέξουν τὴν «Μὶς Σαρωνικός». Τὰ καλλιστεῖα ὡρίστηκε νὰ γίνουν στὸ Πασα – Λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, στὸν θερινὸ κινηματογράφο «Παλ­λάς», λόγῳ καλοκαιριοῦ. Κομφερασιὲ ἦταν ὁ Ἴκαρος, ὁ πιὸ δοξασμένος στὴ δουλειά του.
Πῆγα λοιπὸν στὸν Γέροντα καὶ τὸν ἐ­νη­μέ­ρωσα. Τὸν παρακάλεσα ταπεινά, αὐ­τὴ τὴ φορὰ νὰ δράσουμε κάπως ἀλ­λιῶς. Νὰ μὴ διοργανώση συλλαλητήριο. Γιατί, παρὰ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ περνούσαμε (συλλήψεις, ξύλο, δίκες), τὰ καλλιστεῖα δὲν ματαίωναν τὶς παραστάσεις. Τὸν θερμοπαρακάλεσα νὰ μὴν πῆ πουθενὰ τίποτα, οὔτε ἀκόμα στοὺς Ἀθηναίους ἀγωνιστάς. Νὰ ἀφήση μόνο ἐμᾶς τοὺς Πειραιῶ­τες νὰ μποῦμε μέσα στὴν αἴθουσα, ὁ καθένας μὲ εἰσιτήριο κανονικά, ὡς θεατής, καὶ ἐκεῖ μέσα νὰ δώσουμε τὴ μάχη γιὰ τὴ ματαίωσι. Τὸ δέχτηκε, μὲ τὴ συμβουλή·
–Νὰ εἶστε φρόνιμοι.

* * *

Ἦρθε ἡ Κυριακὴ τῶν καλλιστείων. Πήγαμε διακριτικὰ καὶ καλοντυμένοι περίπου 70 νέοι, ναυπηγοί, μηχανικοὶ καὶ ἐργάτες, ὅλα τίμια καὶ γενναῖα παιδιά. Τὰ χέρια ὅλων, ὅταν σὲ χαιρετοῦσαν, νόμιζες ὅτι ἦταν ξύλινα· τόσο δουλεμένα ἦταν.
Ἄρχισε ἡ μουσική. Καὶ ὁ Ἴκαρος, ἐμπειρότατος κομφερασιέ, ἄρχισε τὰ καλαμπούρια του καὶ τὴν παρουσίασι τῶν ἐπισήμων καλεσμέ­νων. Μετὰ ἔστησαν τὴν ἑλλανόδικη ἐπιτροπή, καὶ ὁ Ἴκαρος μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ φωνάζουμε καὶ νὰ ἐπιδοκιμάζουμε τὶς κρίσεις τῆς ἐπιτροπῆς.
Ἀστυνομία δὲν ὑπῆρχε, ἀλλὰ γνωρίζαμε ὅτι ὅπου ὑπάρχει μεγάλη συγκέντρωσι, πάντα ὑ­πάρχουν καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀσφάλειας, ἀκόμα καὶ μπράβοι τοῦ ὑπόκοσμου.
Προχωροῦσαν λοιπὸν μία – μία οἱ ὑποψήφιες καὶ ὁ κόσμος χειροκροτοῦσε καὶ ἐπιδοκίμαζε. Ἀφοῦ προχώρησαν ἀρκετά, ἀρχίσαμε ἀ­πὸ διαφορετικὲς θέσεις ἐμεῖς νὰ φωνάζουμε «Αἶσχος». Ὁ Ἴκαρος ἀγρίεψε καὶ εἶπε στοὺς μπράβους νὰ προσέχουν. Οἱ μπράβοι κάτω ἀ­πὸ τὴ σκηνὴ ὅσους ἐπιχειροῦσαν ν᾽ ἀνέβουν τοὺς ξυλοκοποῦσαν. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἤμασταν σκληραγωγημένοι ὅλοι. Κάναμε σάλτο στὴ σκηνὴ καὶ τὰ σκηνικὰ διαλύθηκαν. Ἡ ἑλλανόδικος ἐπιτροπὴ πλήρωσε ὅπως τῆς ἔπρεπε. Ὁ Ἴκαρος λιποθύμησε. Οἱ ἀ­σφα­λῖτες, ποὺ ἄρχισαν νὰ χτυποῦν μὲ τὰ πολιτικά, ἔφαγαν ἀρ­κετὸ ξύλο, διότι δὲν τοὺς γνωρίζαμε. Εἰδοποιήθηκε ἡ ἀστυνομία καὶ ἔκλεισε τὶς πόρτες. Οἱ ὑποψήφιες κοπέλλες μάζεψαν στὴν ἀγκαλιά τους τὰ ροῦχα πανικόβλητες. Ἦρθαν πυροσβεστικές, σφύριζαν μὲ τὶς σειρῆνες, ὅλος ὁ Πειραιᾶς ἔτρεχε νὰ δῆ τί συμβαίνει.

* * *

Ὁ Γέροντας ἀπὸ νωρὶς ἔστειλε ὡρισμένους νέους ἔμπειρους νὰ παρακολουθοῦν ἀπ᾽ ἔξω καὶ νὰ τὸν εἰδοποιήσουν.
Σπάσαν οἱ τζαμαρίες τοῦ μπάρ. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε τὶς συλλήψεις. Τὰ καλλιστεῖα διαλύθηκαν ἄδοξα.
Τὰ μεσάνυχτα ἄνοιξαν τὶς πόρτες καὶ ὅλοι περνοῦσαν ἀπὸ ἔλεγχο. Συνέλαβαν 12 ἄτομα. Μᾶς κατέβασαν στὴ μεγάλη χειμερινὴ αἴθουσα καὶ μᾶς πέρασαν χειροπέδες. Βλαστημοῦ­σαν καὶ μᾶς χτυποῦσαν. Πήγαμε στὸ τμῆμα μὲ τὰ πόδια.
Ὁ Γέροντας στὶς 3 μετὰ τὰ μεσάνυχτα τηλεφώνησε στὸν ἐπίσκοπο τοῦ Πειραιᾶ. Τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε·
–Κοιμᾶσαι, εὐλογημένε; Σήμερα ἑορτάζουν οἱ 12 μάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν στὸ τάδε θέατρο γιὰ τὰ ἀντίχριστα καμώματα.
–Γι᾽ αὐτὸ μὲ ξύπνησες;
–Ὄχι, ἀλλὰ τὰ παιδιά σου, τὰ παιδιὰ τοῦ Πειραιᾶ, εἶναι φυλακισμένα στὸ τμῆμα. Πήγαινε νὰ δῆς τὸ ποίμνιό σου.
Ὁ δεσπότης ἦρθε στὸ τμῆμα καὶ μᾶς ρώτησε τί κάναμε. Τοῦ εἴπαμε ὅ,τι ἔγινε· ἀλλὰ τὸ παράπονό μας ἦταν, ὅτι ἀκόμα καὶ στὸ τμῆμα οἱ ἀστυνομικοὶ βλαστημοῦσαν τὰ θεῖα. Πῆγε στὸ γραφεῖο τοῦ διοικητοῦ καὶ ἐγγυήθηκε γιὰ μᾶς, ὅτι θὰ παρουσιαστοῦ­με στὸ δικαστήριο καὶ δὲν θὰ ἐξαφανιστοῦμε, καὶ μᾶς ἄφησαν ἐλεύθερους.

◊ Ἡ δίκη μας

Ὅταν ὡρίστηκε τὸ δικαστήριο ἐνεργήσαμε γιὰ νὰ βροῦμε δικηγόρο. Εἴπαμε στὸν κ. Μόσχο, ποὺ ἦταν στέλεχος τῆς «Ζωῆς» (ἐκείνη τὴ χρονιὰ ἦταν ἀντιπρόσωπος στὸ συνέδριο τῶν ἐκκλησιῶν). Ἡ ἀπάντησί του ἦταν·
–Δὲν ὑποστηρίζω ποτέ χριστιανοὺς ποὺ ἀγωνίζονται στὰ πεζοδρόμια.
Εἴπαμε στὸν κ. Ψαρουδάκη καὶ μᾶς εἶπε·
–Δὲν ἔρχομαι, γιατὶ δὲν θὰ κάνουμε τίποτα.
Οἱ κατηγορίες ἦταν πάρα πολλές· ματαίωσι τῶν καλλιστείων, μεγάλες ζημιὲς στὸ μπάρ, ξυλοδαρμὸς ἀστυνομικῶν κ.ἄ.. Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ δὲν δεχόταν κανένας νὰ μᾶς ὑπερασπιστῆ, εἶπε ὅτι θὰ ἔρθη ἐκεῖνος·
–Στὸν Πειραιᾶ δίκασαν καὶ τὸν «Παπουλάκο», καὶ δὲν ἔβαλε συνήγορο· καὶ ὅταν τὸν ρώτησε ὁ πρόεδρος, ἀπάντησε ὅτι συνήγορο ἔχει τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.

* * *

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπῆρχε δικαστικὸ μέγαρο στὸν Πειραιᾶ, γιατὶ εἶχε καταστραφῆ στὸν πόλεμο. Ἡ δίκη μας θὰ γινόταν σ᾽ ἕνα πολὺ μεγάλο κατάστημα παραπλεύρως ἀπὸ τὴν πλατεῖα τῆς Τερψιθέας. Τὸ δικαστήριο ἦ­ταν πενταμελές. Ἡ αἴθουσα ἦταν γεμάτη ἀ­σφυ­κτικά. Μέσα στὴν αἴθουσα ἔτυχε νὰ εἶναι παρὼν ὁ Σῖμος, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ὑπαρξιστῶν. Ἔτρωγε κουλούρι, καὶ ὁ πρόεδρος διέταξε νὰ τὸν βγάλουν ἔξω λόγῳ ἀνάρμοστης συμ­περιφορᾶς.
Ἦρθε ἡ ὥρα. Μᾶς φώναξαν ἕναν – ἕναν καὶ τοὺς 12, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε χῶρος καὶ βολευτήκαμε ὄρθιοι. Μᾶς ρώτησε ὁ κ. πρόεδρος ἂν εἴχαμε δικηγόρο. Ὅταν ἀπαντήσαμε ἀρνητικά, πετάχτηκε ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος, λιτὸς καὶ ἀσκητικὸς ὅ­πως ἦταν πάντα. Παρουσιάστηκε μπροστὰ καὶ ἀνέλαβε ὅλη τὴν εὐθύνη ἐπάνω του. Ὁ κ. πρόεδρος τὸν ρώτησε τί γράμματα ξέρει.
–Τὰ γράμματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ξαφνικὰ ἕνας ψηλὸς ἡλικιωμένος καὶ ἐπιβλητικὸς κύριος, ποὺ ἤτανε δικηγόρος καὶ ἔ­τυχε νὰ βρίσκεται στὴν αἴθουσα ἐκείνη γιὰ μιὰ ἄλλη ὑπόθεσι, πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε·
–Εἶναι περιττὸ νὰ συστηθῶ, γιατὶ μὲ γνωρίζετε πολὺ καλά. Ἄκουσα ποὺ διαβάζατε τὸ τρομερὸ κατηγορητήριο τῶν 12 νέων καὶ λαχτάρησα. Ἂν καὶ βρίσκομαι στὸ τέλος τῆς καριέρας μου, εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ μοῦ δίδεται ἡ μοναδικὴ εὐ­καιρία νὰ ὑπερασπισθῶ τοὺς ἀξίους αὐτοὺς νέους, ἀνιδιοτελῶς. Πιστέψτε εἰς τὴν τιμή μου, ὅτι οὐ­δό­λως γνωρίζω τὸν παπου­λάκο καὶ τοὺς χαριτωμένους νέους κατηγορουμένους. Εἶναι ἡ εὐτυχέστερη ἡμέρα τῆς καριέρας μου, γιατὶ στὴν οὐσία θὰ ὑπερασπισθῶ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό…
Θὰ χρειαζόταν βιβλίο ὁλόκληρο γιὰ νὰ γραφῆ ἡ ἀγόρευσί του. Συγκινήθηκε ὅλο τὸ ἀ­κροατήριο. Ἡ αἴθουσα ἦταν γεμάτη μέχρι τὸ πεζοδρόμιο. Ἐκεῖ βρισκόταν ἕνας κουλαρᾶς καθηλωμένος μὲ τὸν ταβλᾶ στὸ κεφάλι του καὶ ἄκουγε δακρυσμένος. Ὁ εἰσαγγελέας, ὅ­ταν εἶδε τὰ δάκρυα τοῦ κουλουρᾶ (διότι ἡ ἐξ­έδρα τῶν δικαστῶν ἦταν ψηλή), μὲ συγκίνησι καὶ ἐκεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος καὶ εἶπε·
–Συγκινεῖται ὁ λαός μας. Συγκινημένος καὶ ὁ κουλουρᾶς, μὲ τὸ βάρος τῆς τάβλας πάνω στὸ κεφάλι του, καθηλωμένος τρεῖς ὧρες, ἀψηφώντας ὅτι θὰ τοῦ μείνουν ἀπούλητα τὰ κουλούρια του.
Ἀνέφερε ἀκόμη ὅτι ἦταν καὶ ὁ ἴ­διος συγ­κινημέ­νος, γιατὶ καὶ ὁ ἀδελφός του πέθανε στὴν Ἀλβανία ὑπερασπιζόμενος τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα.
Στὸ τέλος τῆς δί­κης ξανασηκώθηκε πάλι ὄρθιος καὶ εἶπε·
–Εἶμαι ὑποχρε­ωμένος νὰ κρίνω μὲ τὸ ῥω­μαϊκὸ δίκαιο. Ἀψηφώντας τὴν ἔκθεσι ποὺ θὰ μοῦ κάνουν, θὰ κρί­νω μὲ τὸ χριστιανικὸ δίκαιο. Κρίνω λοιπὸν ἀθῴους τοὺς νεαροὺς κατηγορουμένους. Καὶ προτρέπω τὴ νεολαία μας ν᾽ ἀκολουθήση μὲ γενναιότητα τὸν Χριστό, γιὰ νὰ δῆ ἡ πατρίδα μας καλύτερες μέρες.
Ἡ ἀγόρευσι τοῦ δικηγόρου μᾶς κατέπληξε. Τρεῖς ὧρες κράτησε! Χειμάρρος ὁρμητικός, καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ἑτοιμαστῆ, διότι δὲν μᾶς γνώ­ριζε – τὸν Γέροντα τὸν γνώριζε μόνο ἐξ ἀ­κοῆς.
Ὅταν τελείωσε ἡ δίκη, ὁ σεβαστὸς Γέροντας ἀνέβηκε μαζί μας στὴν πλατεῖα Τερψιθέας. Τυχαῖα τότε κάποιος φωτογράφος μᾶς φωτογράφισε τὴν ὥρα ποὺ βαδίζαμε μαζί του. Αὐτὴ τὴ φωτογραφία σᾶς τὴν ἀποστέλλω. Μὲ τὴν πρώτη εὐ­καιρία ὁ Γέροντας ἔβγαλε τὴν «Σπίθα» μὲ τὸν τίτλο «Τὸ δάκρυ τοῦ λαοῦ» (φ. 149/Ὀκτ. 1953).

(†) Ἀντώνιος Π. Ἰωαννίδης

(Ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὸ δημοσίευμα στὴν ἐφημερίδα «Χριστ. Σπίθα», φφ. 670 & 671/Φεβρουάριος- Μάρτιος 2009 σσ. 2-3 – 18-7-2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου